Εἶτα, παυσαµένου τοῦ ἀναγινώσκοντος, ὁ προεστώς διά λόγου τήν νουθεσίαν καί πρόσκλησιν τῆς τῶν καλῶν τούτων µιµήσεως ποιεῖται.
Έπειτα, όταν πάψει εκείνος που διαβάζει, ο προεστώς µε λόγο κάνει νουθεσία και προτροπή να µιµηθούν οι πιστοί τα καλά.
Το κήρυγμα του θείου λόγου ήταν πάντα συνδεδεµένο µε την προσευχή και την λατρεία της Εκκλησίας. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός δίδασκε στις συναγωγές «ἐν τοῖς
σάββασι», και εκεί τότε θεράπευσε τήν συγκύπτουσα. Έπειτα οι Απόστολοι, σε µια δύσκολη στιγµή για την Εκκλησία, έκαµαν την δήλωση, που είναι πάντα κανόνας στο έργο των ιερών
ποιµένων «ἡµεῖς δέ τῇ προσευχῇ καί τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσοµεν». Μέσα στην µεγάλη και ιερή αποστολή της Εκκλησίας, κύριο και πρώτο έργο των ιερών ποιµένων είναι πάντα η θεία λατρεία και η διακονία του λόγου. Μόλις εκατό χρόνια υστερώτερα, σε µια πρώτη περιγραφή της θείας Λειτουργίας, ο άγιος φιλόσοφος και µάρτυρας Ιουστίνος µας δίνει την µαρτυρία ότι µετά την ανάγνωση των Γραφών γινότανε το κήρυγµα του θείου λόγου· «ὁ προεστώς διά λόγου τήν νουθεσίαν… ποιεῖται».
Πρέπει να οµολογήσουµε πώς, καθώς το κήρυγµα µαζί µε την θεία λατρεία είναι το πρώτο έργο των ιερών ποιµένων, έτσι είναι και το πιο δύσκολο και υπεύθυνο. Πάντα το κήρυγµα του θείου λόγου, και ίσως περισσότερο σήµερα, είναι όχι µόνο το µέληµα, αλλά και το πρόβληµα της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός, µετά την ανάσταση, λέει στους Αποστόλους· «πορευθέντες εἰς τόν κόσµον ἅπαντα, κηρύξατε τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει». Ο µεγάλος Απόστολος αισθάνεται βαριά την ευθύνη του αν δεν κηρύττει, γι᾿ αυτό και γράφει· «οὐαί δέ µοί ἐστιν ἐάν µή εὐαγγελίζωµαι». Και στον µαθητή του Τιµόθεο γράφει σε τόνο εντολής· «κήρυξον τόν λόγον». Αλλά δεν είναι τρόπος να αναφέρουµε τώρα όλες τις µαρτυρίες, των Ευαγγελίων, των Πράξεων και των Επιστολών, όπου γίνεται λόγος για το κήρυγµα του θείου λόγου. Το Ευαγγέλιο είναι το µήνυµα του Ιησού Χριστού και το άγγελµα της χαράς, που κηρύσσεται πάντα σε όλο τον κόσµο.
Αλλά το πρόβληµα, για το οποίο είπαµε, δεν είναι αυτό, αλλά το περιεχόµενο του κηρύγµατος, τι πρέπει δηλαδή κάθε φορά να κηρύξουµε. Όµως αυτό το πρόβληµα δεν είµαστε εµείς που θα το λύσουµε, γιατί η λύση του µας είναι δοσµένη. Εµείς δεν έχοµε παρά να ενστερνισθούµε την λύση και να την κηρύξουµε στον κόσµο. Όταν µετά την ανάσταση ο Ιησούς Χριστός έστελνε τους Αποστόλους στον κόσµο, δεν τους είπε µόνο να κηρύξουν, αλλά και τι να κηρύξουν «κηρυχθῆναι ἐπί τῷ ὀνόµατι αὐτοῦ µετάνοιαν καί ἄφεσιν ἁµαρτιῶν». Και ο µεγάλος Απόστολος σ᾿ όλο τον κόσµο κήρυττε· «µετανοεῖν καί ἐπιστρέφειν ἐπί τόν Θεόν». Το κήρυγµα λοιπόν της Εκκλησίας, το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι η µετάνοια και η επιστροφή των ανθρώπων στον Θεό. Όποιοι κι αν είναι τάχα οι καιροί και οι ανάγκες, που πιέζουν τους ανθρώπους, το κήρυγµα της Εκκλησίας είναι πάντα κήρυγµα µετάνοιας και επιστροφής. Η Εκκλησία, καθώς γράφει ο Απόστολος, δεν έλαβε εντολή να κηρύξη καµµιά ιδεολογική φιλοσοφική θεωρία, αλλά έλαβε «χάριν καί ἀποστολήν εἰς ὑπακοήν πίστεως». Βγήκε να κηρύξη µετάνοια και επιστροφή, όχι για να αρχίσουν να συζητούν και να σκοτώνονται, αλλά για να υπακούσουν και να πιστέψουν οι άνθρωποι.
Όλη η θεία Γραφή, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, είναι το κήρυγµα της Εκκλησίας. Σ᾿ εµάς λοιπόν δεν µένει παρά να µεταδώσουµε στους ανθρώπους το κήρυγµα των Γραφών, να εξηγήσουµε και να ερµηνεύσουµε τις Γραφές. Αυτό έκαναν και οι Απόστολοι, καθώς το βλέποµε σε όλα τους τα κηρύγµατα µετά την Πεντηκοστή και στις επιστολές, που έγραψαν στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες. Τίποτε δικό µας δεν έχοµε να εισφέρουµε στο κήρυγµα παρά να συµβιβάζουµε το λόγο του Θεού στις Γραφές προς ό,τι κάθε φορά συµβαίνει στον κόσµο. Αυτή ακριβώς η λέξη «συµβιβάζω» βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη, και θέλει να δηλώσει αυτό που λέµε εξήγηση και ερµηνεία της θείας Γραφής. Οι µεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, ως ποιµένες και διδάσκαλοι, ήσαν κυρίως ερµηνευτές της θείας Γραφής.
Στην ευχή πριν από την ανάγνωση του Ευαγγελίου, όπως είδαµε, ο λειτουργός ιερέας προσεύχεται στον Ιησού Χριστό και ζητάει τον θείο φωτισµό «εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν κηρυγµάτων κατανόησιν». Αυτή η φράση αναφέρεται στο κήρυγµα του θείου λόγου, αφού το κήρυγµα, σαν ερµηνεία, είναι συνέχεια και προέκταση της θείας Γραφής. Είπαµε στα προηγούµενα για την θεοπνευστία της θείας Γραφής, αλλά πρέπει να προσθέσουµε τώρα πως και η ερµηνεία δεν γίνεται χωρίς τον θείο φωτισµό. Είναι αξιοσηµείωτο αυτό που λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, ότι δηλαδή «ἡ τῶν θείων Γραφῶν κατανόησις οὐ δεῖται ἀνθρωπίνης σοφίας, ἀλλά φωτισµοῦ καί ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος». Σ᾿ ἕνα παλιό Ευχολόγιο υπάρχει επίσης η ευχή, στην οποία ο ιερέας παρακαλεί να του δοθεί Άγιο Πνεύµα, για να µάθει τις θείες Γραφές και να µπορεί να τις διερµηνεύει «Καθαρῶς καί ἀξίως, ἵνα ὠφεληθῶσιν οἱ παρόντες λαοί πάντες».
Στήν προηγούµενη οµιλία είπαµε για Λειτουργία του Λόγου· σήµερα προσθέτουµε ότι και το κήρυγµα του θείου λόγου είναι ιερουργία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει κάπου ότι «ἱερουργοῦµεν τόν λόγον». Και όταν χειροτονείται ιερέας, ο επίσκοπος ζητάει από τον Θεό να στείλει την δωρεά του Αγίου Πνεύµατος, «ἵνα» ο χειροτονούµενος «γένηται ἄξιος… ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας». Φαίνεται σε όλα αυτά τί είναι η διακονία του κηρύγµατος σε σχέση µε την αγία Γραφή και µε την θεία Λειτουργία, ώστε να το βλέπουµε και µόνοι µας πόσο άτοπη και επιζήµια είναι η µετάθεση του κηρύγµατος για διάφορους λόγους στο τέλος της θείας Λειτουργίας. Δεν θέλοµε εδώ να κάνουµε περισσότερο λόγο παρά να θυµηθούµε την αρχαία τάξη, καθώς την περιγράφει ο άγιος Ιουστίνος, και να λάβουµε υπόψη µας ότι το θείο κήρυγµα στην Εκκλησία δεν µπορεί να είναι τίποτε απ᾿ όσα τάχα συγχρονισµένα και φιλοσοφικοκοινωνικά κηρύσσονται, αλλά µόνο ερµηνεία της θείας Γραφής, λόγος οικοδοµής και λόγος παρακλήσεως.
Πόση και ποια σηµασία δίνει η Εκκλησία στην διακονία του λόγου, φαίνεται και στις κανονικές διατάξεις. Δυο συνοδικοί κανόνες ορίζουν το χρέος που έχουν οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι να κηρύττουν τον λόγο. Πρέπει εδώ να µην παραλείψουµε να πούµε ότι η διακονία του λόγου είναι διακονία ιερατική. Αυτό είναι φυσικό και αυτονόητο, αφού το κήρυγµα είναι ιερουργία, και µόνο σε έκτακτες περιστάσεις και µε άδεια του επισκόπου µπορούν οι λαϊκοί να κηρύττουν στην Εκκλησία. Ο εξηνταοκτώ λοιπόν αποστολικός κανόνας ορίζει τα εξής· «Ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος, ἀµελών τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ καί µή παιδεύων αὐτούς τήν εὐσέβειαν, ἀφοριζέσθω, ἐπιµένων δέ τῇ ἀµελείᾳ καθαιρείσθω». Πιο επιεικής ίσως είναι ο δεκαεννέα κανόνας της έκτης οικουµενικής Συνόδου· χωρίς να κάνει λόγο για αφορισµό ή καθαίρεση, επιβάλλει το ιερό χρέος στους προεστώτες της Εκκλησίας να κηρύττουν τον λόγο· «Δεῖ τούς τῶν Ἐκκλησιῶν προεστώτας ἐν πάσαις µέν ταῖς ἡµέραις, ἐξαιρέτως δέ ταῖς Κυριακαῖς, πάντα τόν κλῆρον καί τόν λαόν ἐκδιδάσκειν τούς τῆς εὐσεβείας λόγους». Οι προϊστάµενοι των εκκλησιών, οι επίσκοποι δηλαδή και οι πρεσβύτεροι, όλες τις ηµερες και µάλιστα τις Κυριακές πρέπει να διδάσκουν όλο τον κλήρο και τον λαό τον λόγο του Ευαγγελίου.
Ο λόγος για το κήρυγµα της Εκκλησίας δεν έχει τέλος. Γιατί η ίδια η Εκκλησία δεν είναι παρά αυτά τα δύο, ο άµβωνας και η αγία Τράπεζα, η ιερουργία του λόγου και η Λειτουργία των θείων Μυστηρίων. Η Εκκλησία στον αιώνα λειτουργεί, και όταν κηρύττει τονλόγο και όταν επιτελεί την αναίµακτη ιερουργία. Αυτό πρέπει να το προσέξουµε πολύ και οι ποιµένες της Εκκλησίας και ο λαός· οι ποιµένες, για να ξέρουν τί και πώς να κηρύττουν και ο λαός, για να µη ζητάει ξένα πράγµατα στο κήρυγµα της Εκκλησίας. Όλα όσα ανεβάζουµε στον άµβωνα και τα φωνάζουµε µέσα στην Εκκλησία, που είναι «οἶκος Θεού ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας», όλα λοιπόν όσα λέγονται και πως λέγονται και απ᾿ όποιους λέγονται µέσα στις συνάξεις των πιστών δεν είναι πάντα το κήρυγµα της Εκκλησίας, ερµηνεία δηλαδή των θεόπνευστων Γραφών, λόγος µετάνοιας και επιστροφής των ανθρώπων. Το κήρυγµα µέσα στην θεία Λειτουργία και στο περιεχόµενο και στην έκφρασή του, είναι οµόλογο προς την θεία λατρεία και την προσευχή της Εκκλησίας. Καί προπάντων έχει την θέση του, σαν προέκταση και ερµηνεία των Γραφών, όχι καθώς έγινε κακή συνήθεια στην ώρα του Κοινωνικού, αλλά καθώς γινότανε απαρχής, µετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου· «παυσαµένου τοῦ ἀναγινώσκοντος, ὁ προεστώς διά λόγου τήν νουθεσίαν… ποιεῖται». Αµήν.
† Σ & Κ Δ