Πρέπει να οµολογήσουµε πως η προηγούµενη οµιλία δεν µας ικανοποίησε απόλυτα. Έπρεπε να πούµε περισσότερα και δεν µπορέσαµε, γιατί δεν µας έφτασε ο χώρος. Γι̉ αυτό είναι ανάγκη σήµερα να συνεχίσουµε και να συµπληρώσουµε όσα είπαµε για την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Η ανάγνωση των Γραφών στην λατρεία της Εκκλησίας είναι κι αυτή ιερουργία, ώστε να µπορούµε να λέµε για µια διπλή Λειτουργία· πρώτα για την Λειτουργία του Λόγου, κι ύστερα για την Λειτουργία του σώµατος και του αίµατος του Κυρίου. Ένας αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας γράφει·
«…ἡ δέ ἀµφοῖν αὖθις κρᾶσις ποτοῦ τε καί λόγου εὐχαριστία κέκληται». Δηλαδή, και τα δυο µαζί και ο λόγος και τα αίµα του Κυρίου λέγονται ευχαριστία. Πρέπει να προσέξουµε ότι και το Ευαγγέλιο και η θεία Κοινωνία έχουν την θέση τους επάνω στην αγία Τράπεζα· στο εισαγωγικό ή πρώτο µέρος της θείας Λειτουργίας το Ευαγγέλιο είναι στην πρώτη θέση, µετά δε την ανάγνωση παραµερίζεται για να τεθούν υστερότερα τα τίµια δώρα. Αλλά ας πούµε τώρα για όσα δεν είπαµε στην περασµένη οµιλία.
Το Αλληλούια και το θυµίαµα είναι η προετοιµασία για να υποδεχθούµε την παρουσία του Υιού του Θεού, δηλαδή την ακρόαση του αγίου Ευαγγελίου. Το θυµίαµα, που η Εκκλησία το πήρε από την Ιουδαϊκή λατρεία, είναι µια προσφορά και θυσία στον Θεό, γι̉ αυτό και κάθε φορά που ο λειτουργός παίρνει στα χέρια του το θυµιατό για να θυµιάσει, ευλογεί το θυµίαµα και λέει µυστικά την εξής ευχή· «θυµίαµά σοι προσφέροµεν, Χριστέ ὁ Θεός ἡµῶν, εἰς ὀσµήν εὐωδίας πνευµατικῆς, ὅ προσδεξάµενος εἰς τό ὑπερουράνιόν σου θυσιαστήριον, ἀντικατάπεµψον ἡµῖν τήν χάριν τοῦ παναγίου σου Πνεύµατος». Όπως δηλαδή ο ευωδιαστός καπνός του λιβανιού ανεβαίνει προς τα επάνω, έτσι ο Θεός µας Ιησούς Χριστός να δεχθεί την προσευχή µας στο υπερουράνιό του θυσιαστήριο και σε ανταπόδοση να µας στείλει την χάρη του Αγίου Πνεύµατος. Καθώς γράφει ο Απόστολος, ο Ιησούς Χριστός έδωκε τον εαυτό του για µας «προφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσµήν εὐωδίας». Και στον κόσµο, ανάµεσα σ̉ εκείνους που παλέβουν για να σωθούν, µα και σ̉ εκείνους που από µόνοι τους πάνε στο χαµό τους, οι χριστιανοί είναι «Χριστοῦ εὐωδία». Κάθε καθαρή προσευχή και κάθε καλή πράξη του πιστού είναι µια οσµή ευωδίας και µια θυσία δεκτή και ευάρεστη στον Θεό. Μετά το Αλληλούια, το θυµίαµα και την ευχή «Ἔλλαµψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡµῶν…», ο ιερέας εκφωνεί το «Σοφία Ὀρθοί…» και ευλογεί µε το «Εἰρήνη πᾶσι», στο οποίο ο λαός αποκρίνεται. «Καί τῷ πνεύµατί σου». Αλλα εδώ, καθώς και σε πολλά άλλα σηµεία της θείας Λειτουργίας, όταν λειτουργεί επίσκοπος, γίνεται µια οχληρή ακαταστασία. Κάθε φορά που ο επίσκοπος εµφανίζεται για να ευλογήσει τον λαό, ο χορός των ψαλτών άκαιρα αποκρίνεται µε το «Εἰς πολλά ἔτη, Δέσποτα». Αυτή η αντιφώνηση καθώς γράφει ένας βυζαντινός εξηγητής της θείας Λειτουργίας, θέλει να πει ότι ο λαός εύχεται στον επίσκοπο «εὐοδοθῆναι τοῦτον ἐν τῇ ἱερουργίᾳ καί διατελεῖν ἱερατεύειν ἐπί πολύ»· δηλαδή να τελέσει τώρα µε το καλό την ιερουργία, και να ζήσει και να λειτουργεί για πολλά χρόνια. Είναι λοιπόν µια καλή και δίκαιη ευχή του λαού για τον επίσκοπο, αλλά έχει την θέση της και δεν µπορεί να λέγεται κάθε που ο επίσκοπος βγαίνει για να ευλογήσει το λαό. Αρκετό είναι να λέγεται µετά το κήρυγµα, αλλά γι̉ αυτό θα πούµε στην επόµενη οµιλία.
Όταν ο ιερέας από την πύλη ή ο διάκονος από τον άµβωνα αναγγείλουν τον Ευαγγελιστή, «Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον. ..» ή «κατά Μάρκον…» ή «κατά Λουκᾶν…» ή «κατά Ἰωάννην…», και µετά το παράγγελµα «Πρόσχωµεν!», ο χορός αποκρίνεται µε σιγανή φωνή· «Δόξα σοι, Κύριε· δόξα σοι». Το ίδιο, πιο µεγαλόφωνα και πιο µελωδικά, λέει κι όταν τελειώσει η ανάγνωση του Ευαγγελίου. Αυτός είν̉ ένας πολύ σύντοµος δοξαστικός ύµνος, που έχει περισσότερο από παντού αλλού εδώ την θέση του όχι µόνο µετά, αλλά και πριν από την ανάγνωση του αγίου Ευαγγελίου. «Διατί δέ πρό τῶν ἀναγνώσεων τῶν ἱερών Γραφῶν τόν Θεόν ὑµνοῦµεν;», ρωτάει Νικόλαος ο Καβάσιλας. Και απαντά ο ίδιος· «Ὅτι ἐπί πᾶσι τοῦτο δεῖ ποιεῖν, οἷς ἐκεῖνος ἡµᾶς ἑκάστοτε δωρούµενος διατελεῖ, µάλιστα δέ ἐν ἐπιτεύξει µεγάλου τινός ἀγαθοῦ, οἷόν ἐστιν ἡ τῶν θείων λόγων ἀκρόασις». Πάντα πρέπει να δοξάζουµε τον Θεό, για όσα κάθε φορά µας χαρίζει, και µάλιστα όταν είναι κάτι µεγάλο, όπως η ακρόαση του Ευαγγελίου.
Τι είναι για µας η θεία Γραφή και πώς εµείς οι ορθόδοξοι ακούµε στην θεία Λειτουργία, να διαβάζεται το άγιο Ευαγγέλιο, το είπαµε πολλές φορές. Μένει σήµερα να πούµε ότι όχι µόνο τα θεία λόγια, αλλά και το Ευαγγέλιο, σαν ιερό βιβλίο της Εκκλησίας, καθώς γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαµασκηνός, «προσκυνοῦµεν καί περιπτυσσόµεθα καί καταφιλοῦµεν καί ὀφθαλµοῖς καί χείλεσι καί καρδίᾳ ἀσπαζόµεθα». Κάποιος, στεγνωµένος από το παγερό και άψυχο προτεσταντικό φρόνηµα, θά ̉λεγε πώς αυτό είναι ειδωλολατρία, ενώ είναι η ορθόδοξη εκκλησιαστική ευσέβεια, πολύ γνήσια, πολύ ζωντανή και αληθινά ανθρώπινη έκφραση της πίστεως. Ένας άλλος βυζαντινός εξηγητής της θείας Λειτουργίας γράφει γι̉ αυτό που γίνεται, και µάλιστα κάθε Κυριακή µετά την ανάγνωση του εωθινού Ευαγγελίου· «Μετά δε τήν ἀνάγνωσιν, πτύξας αὐτήν, ὁ ἀναγνούς µετέρχεται διδούς πᾶσιν ὡς υἱοῖς ἀσπάζεσθαι αὐτήν». Μετά την ανάγνωση της περικοπής, ο λειτουργός περνάει µέσ̉ από την ιερή σύναξη κι ο κάθε πιστός, κάνοντας το σηµείο του Σταυρού, ασπάζεται το άγιο Ευαγγέλιο.
Για µια διπλή συνήθεια η οποία δεν χρειάζεται να εφαρμόζεται, µε την οποία οι ορθόδοξοι ακούµε την ανάγνωση του αγίου Ευαγγελίου, δεν πρέπει να παραλείψουµε να πούµε. Σε δυο ακόµα περιπτώσεις φαίνεται η ορθόδοξη ευσέβεια, όταν στην Εκκλησία διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Πρώτα, όταν το Ευαγγέλιο διαβάζεται από την λεγόµενη ωραία πύλη, πιστοί, πλησιάζουν και γονατίζουν κάτω από το ιερό βιβλίο. Αισθάνονται το λόγο του Θεού να πέφτει επάνω τους, να τους σκεπάζει και να τους λούζει µε την ζωντανή δύναµή του, σαν την δροσιά του ουρανού· σαν εκείνη την δύναµη, που έβγαινε από τον Ιησού Χριστό «καί ἰᾶτο πάντας». Η δεύτερη περίπτωση είναι, όταν διαβάζεται το Ευαγγέλιο κι έρχονται οι χριστιανοί στη σύναξη· φτάνοντας στην θύρα, δεν προχωρούνε να µπουν στο ναό. Είναι αυτή από τις πιο ξεχωριστές στιγµές της ορθόδοξης λατρείας, να διαβάζεται το Ευαγγέλιο και τα προπύλαια του ναού να γεµίζουν από πιστούς, που σταµατούν ακίνητοι, για να ακούσουν τον λόγο του Θεού.
Για ένα τελευταίο θέλουµε ακόµα να πούµε, κι αυτό είναι η ώρα που πρέπει να έρχονται οι χριστιανοί στην θεία Λειτουργία· όριο τίθεται η ανάγνωση του Ευαγγελίου. Άλοι έρχονται, ακούνε τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο και φεύγουν. Γι̉ αυτούς υπάρχει αρχαιότατος αυστηρός κανόνας· «Πάντας τούς εἰσιόντας πιστούς καί τῶν Γραφών ἀκούοντας, µή παραµένοντας δέ τῇ προσευχῇ καί τῇ ἁγίᾳ Μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐµποιοῦντας τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀφορίζεσθαι χρή»· πρέπει να αφορίζονται όσοι µπαίνουν στην Εκκλησία και δεν µένουν µέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας, αλλά µετά το Ευαγγέλιο φεύγουν. Άλλοι έρχονται στην Εκκλησία πολύ αργά, µετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Αυτό γίνεται αιτία άλλης ακαταστασίας· και αυτοί δεν ακούνε τις Γραφές και η Εκκλησία καθυστερεί και το κήρυγµα µετατίθεται αναγκαστικά στο τέλος της θείας Λειτουργίας. Αλλά για το τελευταίο αυτό θα πούµε στην επόµενη οµιλία. Καλά είναι για την Λειτουργία της Κυριακής στις εννέα η ώρα το πρωί να λέγεται το Ευαγγέλιο· σ̉ αυτή την ώρα µπορούν να είναι οι χριστιανοί στην Εκκλησία.
Όλα αυτά, για τα οποία είπαµε σήµερα, είναι βέβαια λεπτοµέρειες, που έχουν όµως πολλή σηµασία για την τάξη της Εκκλησίας. Δεν πρέπει βέβαια να κολλάµε στις λεπτοµέρειες, αλλά και δεν είναι σωστό να τα παρατρέχουµε όλα, γιατί τότε γίνεται σύγχυση και δεν ξέρουµε πια τι ακούµε και τι βλέπουµε στην Εκκλησία. Όταν τα πράγµατα µπαίνουν στην σειρά και γίνονται µε τάξη, τότε δεν είναι δύσκολο να συλλάβουµε το νόηµα της λατρείας της Εκκλησίας και της θείας Λειτουργίας, για την οποία κάποιοι παραπονιούνται πώς δεν την καταλαβαίνουν. Η θεία λατρεία, καθώς κι άλλοτε το είπαµε, είναι όλη µια εποπτική διδασκαλία, ώστε όταν διεξάγεται µε τάξη να διδάσκονται όλοι και να καταλαβαίνουν τι γίνεται και τι λέγεται στην Εκκλησία. Είκοσι αιώνες δούλεψαν πολύ για να διακοσµηθεί η λατρεία της Εκκλησίας, φτάνει µόνο εµείς να µπορούµε κάθε φορά να ξεχωρίζουµε τα πράγµατα και να αποκατασταίνουµε στην θέση τους τα σωστά και τα χρήσιµα. Αµήν.
† Σ & Κ Δ