«…δός ἡμῖν λόγον ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος ἡμῶν εἰς τό ἐπικαλεῖσθαι
τήν χάριν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος».
Δώσε μας λόγο τώρα που ανοίγουμε το στόμα μας
και ζητάμε την χάρη του Αγίου σου Πνεύματος.
Ύστερα από την Μεγάλη Συναπτή και το «Σοί Κύριε» του
λαού, αρχίζει ένα άλλο τμήμα της ιερουργίας με ιερατικές
ευχές και ύμνους. Είναι σαν και να ανεβαίνουμε ένα
σκαλοπάτι πιο ψηλά και να προχωρούμε ένα βήμα περισσότερο. Δεν
πρέπει να ξεχνάμε αυτό που είπαμε στα προηγούμενα, ότι δηλαδή η
θεία Λειτουργία είναι μια ιερή πράξη, που ξετυλίγεται προοδευτικά
από τα χαμηλότερα στα πιο ψηλά κι από τα απλούστερα στα πιο
σπουδαία. Το νέο τμήμα στο οποίο μπαίνουμε τώρα αρχίζει με μια
ιερατική ευχή, γι ̓ αυτό είναι ανάγκη εδώ να μιλήσουμε για τις ιερατικές
ευχές, χωρίς τις οποίες δεν γίνεται ιερουργία και θεία Λειτουργία.
Κάθε εκκλησιαστική σύναξη και κάθε ιερή ακολουθία
αρχίζει πάντα με το «Βασιλεῦ οὐράνιε…». Όταν ο ιερέας το πρωί
αρχίζει την ακολουθία του Όρθρου, για να μπει έπειτα στη θεία
Λειτουργία, η πρώτη του πράξη είναι να δοξάσει τον Θεό και να
ζητήσει την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Ο ύμνος αυτός της
Πεντηκοστής, στην αρχή κάθε εκκλησιαστικής ακολουθίας, θέλει
να πει πώς κάθε σύναξη του λαού «ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό» είναι
μια Πεντηκοστή· σε ό,τι γίνεται μέσα στον ναό είναι παρόν το Άγιο
Πνεύμα. Ακούει την προσευχή της Εκκλησίας και την βοηθάει και
την κατευθύνει, καθώς το γράφει ο Απόστολος, ότι το Πνεύμα
«συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν» και «ἐντυγχάνει ὑπέρ
ἡμῶν»· μας βοηθάει και προσεύχεται μαζί μας για μας. Αλλιώς η
λατρεία μας θα ήταν μια χαμένη φωνή στον αέρα, σαν εκείνη των
ιερέων του Βάαλ, που φώναζαν από το πρωί ως το βράδυ και «οὐκ ἦν
φωνή καί οὐκ ἦν ἀκρόασις»· κανείς δεν ήκουε και δεν αποκρινότανε.
Σ ̓ αυτή την επικοινωνία και την ἔντευξη της Εκκλησίας με τον
Θεό, με την παρουσία και την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, άλλο
μέσον πιο καθαρό και πιο πνευματικό από τον λόγο δεν υπάρχει.
Ο λόγος, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, είναι το «κάλλιστον
καί τιμιώτατον», μοναδικό προνόμιο και χάρισμα που έδωσε ο Θεός
στον άνθρωπο. Ο λόγος, που είναι πρώτα λογισμός μέσα μας κι
ύστερα φωνή και λαλιά στο στόμα, είναι το ξεχωριστό γνώρισμα του
ανθρώπου· ο άνθρωπος είναι «ζώον λογικόν». Ο ιερέας λοιπόν της
Εκκλησίας, κάθε φορά που αρχίζει την ιερή ακολουθία και με τον ύμνο
της Πεντηκοστής επικαλείται την παρουσία του Αγίου Πνεύματος,
είναι σαν να εύχεται και να παρακαλεί με τα λόγια αυτά πάλι του
αγίου Γρηγορίου· «παρέστω μοι τό Πνεῦμα καί διδότω λόγον»· ας
είναι εδώ μαζί μου το Άγιο Πνεύμα κι ας μου δίνει λόγο, για να
ιερουργήσω και το Ευαγγέλιο και την Ευχαριστία. Και το κήρυγμα του
Ευαγγελίου και η ιεροτελεστία του θείου Μυστηρίου είναι ιερουργία
με όργανο «τήν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος», που είναι ο λόγος.
Ο λειτουργικός λόγος της Εκκλησίας είναι λόγος Θεού, καθώς
γράφει ο Απόστολος, «ζῶν καί ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν
μάχαιραν δίστομον»· ζωντανός και δραστικός και κόβει καλύτερα από
κάθε δίκοπο και καλοακονισμένο μαχαίρι. Ο λόγος της Εκκλησίας, η
φωνή της λειτουργικής σύναξης είναι ο Λόγος του Θεού, ο μονογενής
Υιός, που φωτίζει κάθε άνθρωπο. «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος», γράφει ο
άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «ἐφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, ἀεί
γεννᾶται θέλων κατά πνεῦμα και φιλανθρωπίαν τοῖς θέλουσι»· ο
Λόγος του Θεού, που γεννήθηκε μια φορά, αγαπά τον άνθρωπο και
πάντα θέλει και γεννιέται πνευματικά μέσα σ ̓ εκείνους που θέλουν.
Το Άγιο Πνεύμα, που είναι παρόν στην λειτουργική μας σύναξη, μας
φωτίζει για να ομολογούμε τον Χριστό, κι ο Χριστός είναι ο Λόγος που
γεννιέται μέσα μας και μας δίνει λόγο «ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος ἡμῶν».
Στη στάση του λειτουργού ιερέα μπροστά στην αγία Τράπεζα,
που εύχεται με απλωμένα τα χέρια του, θα πρέπει να δούμε την
εικόνα του Μωυσή, που όταν πολεμούσαν οι Ισραηλίτες, εκείνος με
απλωμένα τα χέρια του προσευχότανε και «πολεμοῦσι χειρῶν ἔκτασις
ἀντί μυριάδων ἦν, δι ̓ εὐχῆς ἐγείρουσα τρόπαια καί ὁδοποιοῦσα
τά ἔμπροσθεν». Είναι κι ̓ αυτά λόγια του αγίου Γρηγορίου του
Θεολόγου, που θέλουν να πουν πώς εκείνα τα απλωμένα χέρια
του Μωυσή ήσαν σαν ένας στρατός από πολλές χιλιάδες, που με
το όπλο της ευχής κέρδιζε την νίκη κι άνοιγε το δρόμο για την
γη της επαγγελίας. Ένας στρατός που πολεμάει είναι η Εκκλησία,
με τους λειτουργούς ιερείς που δέονται σαν τον Μωυσή, και κάθε
μέρα ανοίγεται ο δρόμος, που μας φέρνει «εἰς τά τέλη τῶν αἰώνων».
Πάλι θα δανεισθούμε τον λόγο από τον άγιο Γρηγόριο τον
Θεολόγο, για να πούμε ό,τι το κήρυγμα και η πίστη της Εκκλησίας·
είναι γεγονότα και όχι θεωρία, και πώς ό,τι γίνεται στην Εκκλησία
δεν είναι για ψυχολογική εντύπωση και φιλολογία. Το κήρυγμα
του Ευαγγελίου και η πίστη της Εκκλησίας είναι, στην γλώσσα
των νηπτικών Πατέρων, «λόγος ἔμπρακτος καί πρᾶξις ἔλλογος»,
λόγος που τον καταξιώνει η πράξη και πράξη που την κάνει ο
λόγος. Η λατρεία της Εκκλησίας όσο είναι λογική και πνευματική,
τόσο είναι αληθινή και πραγματική. Αλλοίμονο αν πιστέψουμε και
παραδεχθούμε πώς αλήθεια και πραγματικότητα είναι μόνο αυτό
που λέγεται ύλη, «ἔστι σῶμα ψυχικόν καί ἔστι σῶμα πνευματικόν»,
γράφει ο Απόστολος, που θα πει πώς υπάρχει σώμα υλικό και
υπάρχει σώμα πνευματικό. Πνευματικό είναι το σώμα του Ιησού
Χριστού μετά την Ανάσταση, που μπαίνει «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων»
εκεί που είναι συναγμένοι οι μαθητές. Η μεγάλη αμαρτία και πλάνη,
που σκοτώνει και πεθαίνει τον άνθρωπο, είναι να πιστέψει πώς
μόνο ό,τι είναι υλικό είναι και πραγματικό· ό,τι βλέπουν τα μάτια
του και πιάνουν τα χέρια του πραγματικά είναι και υπάρχει.
Σε μια σειρά από δεήσεις, που κάνει ο ιερέας στην πρωινή
και την εσπερινή ακολουθία, λέει τα εξής πολύ αξιοπρόσεκτα·
«Εὐξώμεθα… ὑπέρ τῶν ἐντειλαμένων ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι
ὑπέρ αὐτῶν»· ας ευχηθούμε για κείνους που έδωκαν την εντολή σε
μας τους ανάξιους να ευχόμαστε γι ̓ αυτούς. Η δέηση αυτή δείχνει
την πραγματική θέση του λειτουργού ιερέα μέσα στην σύναξη της
Εκκλησίας. Χωρίς να εξαρτάται η ιερωσύνη του από το λαό, γιατί
αυτός συνεχίζει την ιερωσύνη του Ιησού Χριστού, ο ιερέας έχει την
εντολή της Εκκλησίας να προΐσταται στην σύναξη και να ιερουργεί
«ἐνδεδυμένος τήν τῆς ἱερατείας χάριν», ντυμένος με την χάρη της
ιερωσύνης. Η δύναμη του ευχετικού λόγου του ιερέα είναι δύναμη Θεού,
γι ̓ αυτό δεν μένει καμμιά αμφιβολία στους πιστούς «περί τοῦ ἁγιασμοῦ
τῶν δώρων… οὐδέ περί τῶν ἄλλων τελετῶν, εἰ κατά τήν πρόθεσιν
καί τάς εὐχάς τῶν ἱερέων ἀποτελοῦνται». Είναι λόγια Νικολάου του
Καβάσιλα, που θέλουνε να πουν πώς ο λόγος των ιερατικών ευχών
έχει θεϊκή δύναμη και πώς αυτά που ζητάει η λειτουργική σύναξη
με το στόμα του ιερέα είναι κάθε φορά γεγονότα τετελεσμένα.
Ο ορθόδοξος ιερέας πουθενά στα ιερά λειτουργικά κείμενα δεν
φαίνεται πώς αυτός προσωπικά ιερουργεί και τελεί τις ιερές πράξεις.
Στο Βάπτισμα, για παράδειγμα, δεν λέει «Εγώ σε βαπτίζω…», αλλά
κάνοντας τις τρεις καταδύσεις στο νερό λέει «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος
τοῦ Θεοῦ…». Και σε καμιά ευχή της θείας Λειτουργίας, παρεκτός
από μία, ο ιερέας δεν εύχεται σαν ένας, αλλά μαζί με τη σύναξη
των πιστών. Και σε όλες τις ευχές, καθώς θα δούμε, δεν ιερουργεί
«ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἤ εὐσεβείᾳ», σαν με δική του δύναμη ή αγιωσύνη.
Αλλά παίρνοντας τις φωνές των πιστών τις κάνει δική του ιερατική
φωνή και με τον λόγο, που είναι λόγος της Εκκλησίας, λόγος Θεού
όχι μαγικός, αλλά ιερουργικός και μυσταγωγικός λόγος, επιτελεί την
ιερουργία. Αυτό δεν το ξεχνάει ποτέ και το ξέρει πως είναι όργανο
του Θεού και πώς ο λόγος δεν είναι δικός του, γι ̓ αυτό και εύχεται
και παρακαλεί μαζί με τους πιστούς. Αμήν.
† Σ & Κ Δ