Καί τῇ τοῦ ἡλίου λεγομένῃ ἡμέρᾳ πάντων κατά πόλεις ἢ ἀγρούς μενόντων ἐπί τό αὐτό συνέλευσις γίνεται καί τά απομνημονεύματα τῶν ἀποστόλων ἢ τά συγγράμματα τῶν προφητῶν ἀναγινώσκεται.
Και την ημέρα που λέγεται ημέρα του ήλιου, γίνεται σύναξη όλων που μένουν στις πόλεις ή στα χωράφια κι εκεί διαβάζονται τα απομνημονεύματα των Αποστόλων ή τα συγγράμματα των Προφητών.
Είναι η πρώτη περιγραφή της θείας Λειτουργίας, μόλιςεκατονείκοσι χρόνια ύστερα από την Ανάστασηκαι την Πεντηκοστή. Ο φιλόσοφος και μάρτυρας Ιουστίνος μας δίνει εδώ μαρτυρία για το πώς άρχιζε ηθεία Λειτουργία. Πρώτα λοιπόν διαβάζονταν περικοπέςαπό τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Αυτή την τάξη η Εκκλησία την πήρε από την Συναγωγή,όπου κάθε Σάββατο διάβαζαν περικοπές από τον Νόμο και τους Προφήτες. Στις περικοπές αυτές προστέθηκανπερικοπές από τα απομνημονεύματα των Αποστόλων. Απομνημονεύματα κυρίως λέγονται τα τέσσερα Ευαγγέλια,
αλλά μαζί με αυτά εδώ πρέπει να εννοήσουμε τις Πράξεις και τις Επιστολές. Ας ομιλήσουμε λοιπόν σήμερα για τα
αγιογραφικά αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας.
Μετά την Μεγάλη Συναπτή, τα Αντίφωνα, την είσοδο του Ευαγγελίου και τον Τρισάγιο Ύμνο, που πρέπει να τα θεωρήσουμε όλα σαν πρόλογο της θείας Λειτουργίας, ερχόμαστε τώρα στην ανάγνωση των Γραφών. Όπως είδαμε στο παραπάνω κείμενο του αγίου Ιουστίνου, η ανάγνωση των Γραφών ήταν από την πρώτη εποχή στοιχείο της θείας Λειτουργίας. Σήμερα, όταν λέμε ανάγνωση των Γραφών στην θεία Λειτουργία, εννοούμε τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο. Στην πρώτη όμως εποχή τα αναγνώσματα ήταν περισσότερα, ένα ή και δύο από την Παλαιά Διαθήκη και δύο από την Καινή. Αργότερα τα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης περιορίστηκαν στην ακολουθία του Εσπερινού, κι έμειναν στην θεία Λειτουργία τα δύο αναγνώσματα της Καινής. Από τα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης κατάλοιπα στην θεία Λειτουργία είναι το Προκείμενο, ένας δηλαδή ψαλμικός στίχος μ ̓ έναν δεύτερο που πάντα τον συνοδεύει, εκφωνούμενοι κι οι δυο πριν από τον Απόστολο, και το Αλληλούια, που συνοδεύεται κι αυτό με δύο ψαλμικούς στίχους και ψάλλεται πριν από το Ευαγγέλιο.
Στην Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου βλέπουμε καλύτερα τα δύο αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης, το ένα πριν από τον Απόστολο, που είναι ο ύμνος των Τριών Παίδων, και το άλλο πριν από το Ευαγγέλιο, που είναι ο ογδονταένα ψαλμός. Αλλά βλέπουμε και τον τρόπο με τον οποίο ψάλλονταν τα ψαλμικά αναγνώσματα. Δυο είναι οι τρόποι της ψαλμωδίας· ο αντιφωνικός, για τον οποίο είπαμε στα προηγούμενα και ο «καθ ̓ ὑπακοήν», για τον οποίο λέμε τώρα. «Καθ ̓ ὑπακοήν» θα πει· ο αναγνώστης να διαβάζει με την σειρά τους στίχους του ψαλμού, και ο χορός των ψαλτών ή ο λαός στο τέλος κάθε στίχου να ψάλει την επωδό ή εφύμνιο. Στον ύμνο των τριών παίδων ο αναγνώστης διαβάζει «Εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον», και ο χορός ψάλλει· «Τόν Κύριον ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας». Και στον ογδονταένα ψαλμό ο αναγνώστης διαβάζει με την σειρά τους στίχους και ο χορός ψάλλει την επωδό· «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν…»
Όσο για την σημασία γενικά, που έχουν τα αναγνώσματα στην θεία Λειτουργία, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει τα εξής· «Τα αναγνώσματα, που γίνονται στην θεία Λειτουργία μετά την είσοδο του Ευαγγελίου, φανερώνουν γενικά το θέλημα και τις εντολές του Θεού, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να διδάσκωνται και να ζουν όλοι οι πιστοί». Θα μας πήγαινε ο λόγος πολύ μακρυά, αν θα θέλαμε τώρα να πούμε τι είναι η θεία Γραφή στην Εκκλησία για τους πιστούς, γι ̓ αυτό κρίνουμε πώς είναι αρκετό να επαναλάβουμε τα λόγια του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού· «Ἡ ψυχή τῇ θείᾳ ἀρδευόμενη Γραφῇ, πιαίνεται καί καρπόν ὥριμον δίδωσι πίστιν ὀρθόδοξον καί… ταῖς θεαρέστοις ὡραΐζεται πράξεσι». Δηλαδή· όταν η ψυχή ποτίζεται από την θεία Γραφή, τρέφεται και δίνει ώριμο καρπό την ορθόδοξη πίστη και στολίζεται με θεάρεστες πράξεις. Η θεία Γραφή βέβαια δεν διδάσκει επιστήμη και γνώσεις, που οι άνθρωποι μπορούν να τις ανακαλύψουν μόνοι τους, αλλά αποκαλύπτει το θέλημα του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου.
Υπάρχει μία σταθερή και μόνιμη τάξη, σύμφωνα με την οποία διαβάζεται η Καινή Διαθήκη, ο Απόστολος δηλαδή και το Ευαγγέλιο στην θεία Λειτουργία. Καθώς δύο είναι οι κύκλοι των εκκλησιαστικών εορτών, έτσι δύο είναι και οι κύκλοι των αναγνωσμάτων όλου του χρόνου. Ο ένας κύκλος αναγνωσμάτων είναι το Κυριακοδρόμιο, οι Απόστολοι δηλαδή και τα Ευαγγέλια, που διαβάζονται κάθε Κυριακή. Ο άλλος κύκλος αναγνωσμάτων είναι το Μηνολόγιο, οι Απόστολοι δηλαδή και τα Ευαγγέλια, που διαβάζονται στις Δεσποτικές και στις Θεομητορικές εορτές και στις εορτές των αγίων δηλαδή κάθε μέρα. Όλη σχεδόν η Καινή Διαθήκη είναι χωρισμένη σε περικοπές, καθώς κι ένα μεγάλο μέρος της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό το χώρισμα είναι πολύ παλιό, αφού τουλάχιστο για τις ευαγγελικές περικοπές αναφέρει σε ομιλίες του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Η Εκκλησία δεν κάνει ακολουθία χωρίς να διαβάσει περικοπή από την θεία Γραφή. Δεν λέμε βέβαια για το Ψαλτήριο, που διαβάζεται ολόκληρο μέσα σε κάθε εβδομάδα. Είναι λοιπόν άδικη η κατηγορία ότι τάχα οι ορθόδοξοι δεν διαβάζομε την θεία Γραφή. Η αλήθεια είναι πως δεν κρατάμε το Ευαγγέλιο στην τσέπη και δεν το διαβάζουμε όπου κι όπως τύχει. Το έχουμε στην αγία Τράπεζα, το ακούμε σε κάθε ιερή ακολουθία και θεία Λειτουργία, και η Εκκλησία δεν μιλάει για μελέτη της θείας Γραφής, αλλά για ανάγνωση και ακρόαση. Η ανάγνωση και ακρόαση στην λειτουργική σύναξη, με φυσική προέκταση το θείο κήρυγμα, είναι πράξη θείας λατρείας, όπου οι πιστοί ακούνε «ὀρθοί» τα θεία λόγια, κάνουν τον σταυρό τους και λένε με πίστη και ευγνωμοσύνη στο Θεό· «Δόξα σοι, Κύριε· δόξα σοι».
Η λατρεία της ορθόδοξης Εκκλησίας είναι βιβλική· όχι μόνο γιατί ποτέ δεν λείπουν τα αγιογραφικά αναγνώσματα, αλλά και γιατί όλη η υμνολογία είναι απήχηση της θείας Γραφής. Αυτό, η κατάλληλη δηλαδή περικοπή σε κάθε περίσταση και η ποιητική ανάπτυξη της θείας Γραφής στην υμνολογία, είναι η εκκλησιαστική ερμηνεία των θεόπνευστων κειμένων. Έτσι ο κάθε ορθόδοξος ξέρει την θεία Γραφή όχι σαν φιλολογικό κείμενο κι όπως μπορεί αυτός να την διαβάζει και να την καταλαβαίνει, αλλά καθώς την διαβάζει και την ερμηνεύει η Εκκλησία. Η ορθόδοξη Εκκλησία στην ανάγνωση και ακρόαση της θείας Γραφής, και μάλιστα στον Απόστολο και στο Ευαγγέλιο, δίνει επίσημο, δημόσιο και λειτουργικό χαρακτήρα. Ένας σύγχρονός μας ορθόδοξος θεολόγος γράφει χαρακτηριστικά ότι μετά τα Αντίφωνα και το «Ἅγιος ὁ Θεός…», όταν δηλαδή παύουν οι ύμνοι, σταματάμε να μιλάμε εμείς, γιατί με την ανάγνωση των θείων Γραφών κατεβαίνει και μιλάει ο Θεός για να τον ακούσουμε. Έτσι ο αγιογραφικός λόγος είναι μια ζωντανή παρουσία μέσα στην λειτουργική σύναξη της Εκκλησίας.
Πολλές φορές λέμε για την θεία Γραφή πώς είναι θεόπνευστο κείμενο. Εννοούμε, πώς η θεία Γραφή είναι
γραμμένη με την επιστασία του Αγίου Πνεύματος. «Πᾶσα γραφή θεόπνευστος…» γράφει ο άγιος Παύλος, και ο άγιος
Πέτρος προσθέτει ότι «ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι», από το Άγιο Πνεύμα
κινούμενοι είπαν όσα είπαν άγιοι άνθρωποι του Θεού. Στους Προφήτες, πριν από κάθε προφητεία, διαβάζομε· «Τάδε λέγει
Κύριος», κι ύστερα πάλι από την προφητεία διαβάζομε· «Τό γάρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα». Ο Προφήτης δηλαδή
βεβαιώνει και μαρτυρεί πώς ο λόγος δεν είναι δικός του, αλλά λόγος Θεού. Και ο Ιησούς Χριστός λέει στους μαθητές
του ότι «οὐχ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν»· όταν προφορικά ή γραπτά
μιλάνε οι Προφήτες και οι Απόστολοι, δεν είναι αυτοί που μιλάνε, αλλά το Άγιο Πνεύμα που μιλάει μέσα τους. Ο λόγος
εδώ δεν εννοεί ότι το Άγιο Πνεύμα υπαγορεύει τις λέξεις, αλλ ̓ ότι επιστατεί στα νοήματα που θα κηρύξουν. Γι ̓ αυτό
βλέπουμε, και μάλιστα στα τέσσερα Ευαγγέλια, ότι για το ίδιο πράγμα ο κάθε Ευαγγελιστής γράφει μ ̓ έναν δικό του
και προσωπικό τρόπο.
Στην θεοπνευστία δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, χωρίς να καταργεί το πρόσωπο του Προφήτη ή του Αποστόλου, τον οδηγεί και τον φυλάει σ ̓ εκείνο που γράφει. Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η θεία Γραφή γράφτηκε μέσα στην Εκκλησία από την Εκκλησία και για την Εκκλησία, σε κάθε σύναξη της οποίας «τά ἀπομνημονεύματα τῶν αποστόλων ἤ τά συγγράμματα τῶν προφητῶν ἀναγινώσκεται». Αμήν.
† Σ & Κ Δ