Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης

Θεσσαλονίκη

Δελφών & Μιαούλη, 546 42

2310 828989

Τηλέφωνο Ιερού Ναού

«… ἐπίβλεψον ἐφ ̓ ἡμᾶς καί ἐπί τόν ἅγιον οἶκον τοῦτον, καί ποίησον μεθ̉ ἡμῶν καί τῶν συνευχομένων ἡμῖν πλούσια τά ἐλέη σου καί τούς οἰκτιρμούς σου».

Ρίξε το βλέμμα σου επάνω μας και σε τούτον εδώ τον άγιο ναό, και
δείξε σε μας και σ̉ αυτούς που προσεύχονται μαζί μας πλούσια την αγάπη σου και την συμπόνια σου.

 

 

Τα τρία τελευταία κηρύγματα ήταν κάπως έξω από
την συνέχεια της θείας Λειτουργίας. Γιατί έπρεπε
εισαγωγικά να πούμε για τις ιερατικές ευχές, για το πώς θα πρέπει να λέγονται οι ευχές αυτές, και για τους ύμνους
της Εκκλησίας. Μετά την Μεγάλη Συναπτή, μπαίνουμε στο
τμήμα εκείνο που είναι τα Αντίφωνα. Αντίφωνα λέγονται οι
ψαλμοί, που ψάλλονται από τους δύο χορούς των ψαλτών
αντιφωνικά. Αυτός ο τρόπος της ψαλμωδίας είναι πολύ
αρχαίος στην Εκκλησία, και δείχνει την πνευματική ομορφιά
της ορθόδοξης λατρείας. Το κάθε Αντίφωνο αρχίζει με μια
ιερατική ευχή, κι ο λόγος σήμερα είναι για την ευχή και για
την ψαλμωδία του πρώτου Αντιφώνου.
Μετά το «Σοί Κύριε», που αποκρίνεται ο λαός, ο ιερέας αρχίζει να διαβάζει μία ευχή, που είναι η ευχή του πρώτου
Αντιφώνου. Σε μια χαμηλότερη φωνή παρά σ̉ εκείνη που
ο διάκονος είπε τα Ειρηνικά, σ̉ έναν αρμονικό τόνο, και
σε χρόνο που να προφταίνει ο λαός να παρακολουθήσει
τα λόγια, ο ιερέας λέει· «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, οὗ τό κράτος
ἀνείκαστον καί ἡ δόξα ἀκατάληπτος, οὗ τό ἔλεος ἀμέτρητον
καί ἡ φιλανθρωπία ἄφατος…». Πρέπει να ξέρουμε πώς οι
ιερατικές ευχές έχουν γενικά έναν ορισμένο τύπο· αρχίζουν με
μια ομολογία της θείας μεγαλοσύνης ή με μια εξομολόγηση της
ανθρώπινης ευτέλειας, και σ ̓ ένα δεύτερο μέρος καταλήγουν
σε κάποια κάθε φορά συγκεκριμένα αιτήματα. Στο πρώτο
λοιπόν μέρος αυτής της ευχής ο ιερέας λέει· «Κύριε Θεέ μας,
την δύναμη σου δεν είναι τρόπος να την φαντασθούμε και
την δόξα σου δεν μπορούμε να την καταλάβουμε· η αγάπη
σου είναι αμέτρητη και η φιλανθρωπία σου δεν λέγεται…».
Και προχωρεί έπειτα στο δεύτερο μέρος της ευχής· «Αὐτός
Δέσποτα, κατά τήν εὐσπλαγχνίαν σου, ἐπίβλεψον ἐφ ̓ ἡμᾶς
καί ἐπί τόν ἅγιον οἶκον τοῦτον καί ποίησον μεθ ̓ ἡμῶν καί
τῶν συνευχομένων ἡμῖν πλούσια τά ἐλέη σου καί τούς
οἰκτιρμούς σου». Το δεύτερο αυτό μέρος της ευχής, όπου
διατυπώνονται τα αιτήματα της σύναξης των πιστών, το
είδαμε στην αρχή μεταφρασμένο στην γλώσσα μας. Αλλά εδώ
τώρα βρισκόμαστε μπροστά σ ̓ ένα μεγάλο ζήτημα του καιρού
μας. Τί θα γίνει λοιπόν με τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας,
που όλα είναι γραμμένα στην αρχαία γλώσσα; Τώρα πια
αρχαία Ελληνικά καλά-καλά δεν διδάσκονται στα Σχολεία
μας, κι ύστερα από μια δυο γενεές δεν θα καταλαβαίνει
κανείς τι λέμε στην Εκκλησία. Γι ̓ αυτό πολλοί το προτείνουν
κιόλας, να μεταφράσουμε την θεία Γραφή και το Υμνολόγιο
της θείας λατρείας κι ακόμα και την θεία Λειτουργία. Αυτό
είν ̓ ένας λόγος, που τόσο ευκολότερα λέγεται, όσο λιγότερο
μπορούμε να ξέρουμε αυτό το πρόβλημα σ ̓ όλη του την
έκταση. Εκτός που τα ιερά αυτά κείμενα είναι καθιερωμένα
είκοσι αιώνες τώρα, αλλά τα περισσότερα είναι κείμενα
ποιητικά, λόγος μαζί και μουσική. Πώς λοιπόν θα μπορέσουμε
να τα μεταφράσουμε, για να ψάλλονται στην θεία λατρεία;
τα μεταφράζουμε βέβαια για λόγους διδακτικούς , όπως
κάνομε τώρα, αλλά όχι για να μπουν αυτές οι μεταφράσεις
σε λειτουργική χρήση.
Η Εκκλησία είναι σχολείο, όπου οι άνθρωποι, εκτός από τα άλλα, ακούνε και διδάσκονται και την γλώσσα τους. Το
ξέρουν όλοι, και οι απροκατάληπτοι το ομολογούν, πώς η
Εκκλησία στους τέσσερις αιώνες της τουρκικής αιχμαλωσίας
μαζί με τα αλλά κράτησε και έσωσε και την Ελληνική γλώσσα.
«Ας αφήσουμε λοιπόν και τώρα να ακούγονται τα αρχαία
Ελληνικά στην Εκκλησία, για να μην ξεχνάμε την γλώσσα
μας.
Η κάθε ιερατική ευχή καταλήγει σε μια εκφώνηση, σε μια πρόταση δηλαδή, που ο λειτουργός ιερέας την λέει πιο
δυνατά και σ ̓ έναν τόνο μελωδικό. Όταν λέμε τόνο μελωδικό,
εννοούμε γενικά πώς οι εκφωνήσεις των ευχών από τον
ιερέα δεν πρέπει να ψάλλονται, αλλά να λέγονται «ἐμμελῶς»,
ούτε πεζά, όπως συζητούμε ούτε παρατραβηγμένα, όπως
τραγουδάμε, αλλά με τον πολύ ιεροπρεπή εκείνον τρόπο,
που λέγεται «ἐμμελής ἀπαγγελία». Όλες οι εκφωνήσεις είναι
μια δοξολογία προς την Αγία Τριάδα, όπως τώρα η εκφώνηση
της πρώτης ευχής της θείας Λειτουργίας· «Ὅτι πρέπει σοι
πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ
καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας
τῶν αἰώνων»· γιατί σε σένα πρέπει κάθε δόξα, τιμή και
προσκύνηση, τόν Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα,
τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες.
Στην εκφώνηση του ιερέα, οι ψάλτες απαντούν με το «Ἀμήν» κι αρχίζουν να ψάλλουν το πρώτο Αντίφωνο.
Το «Ἀμήν», για το οποίο είπαμε στα προηγούμενα, δεν
πρέπει ποτέ να παραλείπεται· είναι η φωνή του λαού, που
επιβεβαιώνει και δέχεται αυτό που είπε ο ιερέας· πραγματικά
στην Αγία Τριάδα πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση.
Όλα τα Αντίφωνα, και των Κυριακών και των Δεσποτικών
και Θεομητορικών εορτών και των εορτών των Αγίων, είναι
μια σύνθεση από ψαλμούς και ύμνους· είπαμε τι είναι οι
ψαλμοί και τι είναι οι ύμνοι. Παλαιότερα το κάθε Αντίφωνο
ήταν ολόκληρος ψαλμός, τώρα όμως ψάλλονται μόνο τρεις
ψαλμικοί στίχοι και σε κάθε στίχο ακολουθεί ένα, όπως
λέγεται, εφύμνιο. Το πιο γνωστό εφύμνιο, που το ακούμε
κάθε Κυριακή και κάθε εορτή, είναι «Ταῖς πρεσβεῖαις τῆς
Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς»· βάζοντας πρεσβευτή μας
την Υπεραγία Θεοτόκο παρακαλούμε τον Σωτήρα Χριστό
να μας σώσει.
Αβασάνιστα πολλές φορές ακούμε και λένε κάποιοι ότι στον αρχαίο καιρό έψαλλαν όλοι στην Εκκλησία, και
θέλουν να επαναφέρουν εκείνο τον αρχαίο τάχα τρόπο της
ψαλμωδίας. Αλλ ̓ αυτό είναι ανιστόρητο· ποτέ στην θεία
Λειτουργία δεν έψαλλε όλη η σύναξη των πιστών. Στις
Διαταγές των Αποστόλων βλέπουμε να γίνεται λόγος για
ψάλτες και για αναγνώστες που θα πει πώς δεν έψαλλε
όλος ο λαός ούτε πώς ο καθένας μπορούσε να σηκωθεί
και να διαβάζει. Στις επιστολές του αποστόλου Παύλου σε
κάποια σημεία βλέπομε πώς γίνονταν κάτι τέτοιες και άλλες
ακαταστασίες, τις οποίες ο Απόστολος θέλει να προλάβει,
γι ̓ αυτό και γράφει· «Πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν
γινέσθω», όλα να γίνονται όμορφα και με τάξη. Η αλήθεια
λοιπόν είναι ότι δεν έψαλλε ποτέ όλος ο λαός, αλλά έλεγαν
μόνο το «Ἀμήν», το «Κύριε ἐλέησον» και τα εφύμνια των
ψαλμών.
Σε μια του επιστολή ο Μέγας Βασίλειος γράφει ότι οι
ευχές, οι ύμνοι και οι αναγνώσεις στη θεία λατρεία, καθώς
διαδέχονται το ένα το άλλο, ανανεώνουν την ψυχή και
δυναμώνουν την διάθεσή της για προσευχή και τον πόθο
της προς τον Θεό. Τα Αντίφωνα και γενικά η ψαλμωδία
στην αρχή της θείας Λειτουργίας έχουν σκοπό να μας
προετοιμάσουν για το θείο Μυστήριο και, καθώς ερμηνεύει
Νικόλαος ο Καβάσιλας, είναι «προκαθάρσιά τινα πρός τά
μυστήρια καί παρασκευαί». Γιατί οι ευχές και οι ψαλμωδίες,
σαν θεόπνευστα λόγια, «τούς ἀναγινώσκοντας καί ᾄδοντας
ἁγιάζει», αγιάζουν εκείνους που τα διαβάζουν και τα
ψάλλουν.
Έχουν και κάποιαν άλλη μυστική και συμβολική σημασία,
καθώς ερμηνεύει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ότι «διά μέν
τῶν ψαλμικῶν προκηρυχθεῖσαν τήν τοῦ Θεοῦ σάρκωσιν, διά
δέ τῶν ἐφυμνίων αὐτήν παριστῶσι τήν χάριν τετελεσμένην»·
με τους ψαλμικούς στίχους προκηρύσσεται η ενανθρώπηση
του θείου Λόγου, και με τα εφύμνια είναι πια ενώπιόν μας ένα
γεγονός που πήρε τέλος. Ή όπως το λέει καλύτερα ένας άλλος
Βυζαντινός ερμηνευτής της θείας Λειτουργίας· «Τά ἀντίφωνά
εἰσι τῶν προφητῶν αἱ προρρήσεις, προκαταγγέλλουσαι
τήν παρουσίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τήν ἐκ Παρθένου ἐπί
τῆς γῆς». Σ ̓ αυτό λοιπόν το προπαρασκευαστικό στάδιο
της θείας Λειτουργίας, ο ιερέας λέει την ευχή του πρώτου
Αντιφώνου και ζητάει τα ελέη και τους οικτιρμούς του Θεού
«ἐπίβλεψον ἐφ ̓ ἡμᾶς καί ἐπί τόν ἅγιον οἶκον τοῦτον, καί
ποίησον μεθ ̓ ἡμῶν καί τῶν συνευχομένων ἡμῖν πλούσια τά
ἐλέη σου καί τούς οἰκτιρμούς σου». Αμήν.

 

 

† Σ & Κ Δ

Κοινοποίηση

Δείτε όλη την αρθρογραφία για την κατηγορία ""

Δείτε ακόμη

error: Content is protected !!
Μετάβαση στο περιεχόμενο