Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης

Θεσσαλονίκη

Δελφών & Μιαούλη, 546 42

2310 828989

Τηλέφωνο Ιερού Ναού

Σχόλιο στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Μκ. 15,43 – 16,8

 

Η περικοπή

Εκείνο τον καιρό ο Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. Όταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο∙ μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η Μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν πού τον έβαλαν. Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για να πάνε ν’ αλείψουν το σώμα του Ιησού. Ήρθαν  στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα κει, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της. Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία και σας περιμένει∙ εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε». Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος∙ δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες.

Προσέγγιση της Περικοπής

α) Στην περικοπή εξιστορείται κατ’ αρχάς η ταφή του Χριστού, που είναι το τέλος της αφήγησης του πάθους. Η ταφή αποδεικνύει το βέβαιο και πραγματικό του θανάτου του Ιησού. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι αντί της λέξης «σῶμα», που έχει το εκκλησιαστικό κείμενο στο πρωτότυπο, πολλοί αρχαίοι κώδικες έχουν τη λέξη «πτῶμα», την οποία προτιμάει και το κριτικό κείμενο και η οποία είναι ενδεικτική της βεβαιότητας του θανάτου. Είναι το απόλυτο τέλος του πάθους του Κυρίου.

β) Από τον ευαγγελιστή Ιωάννη μαθαίνουμε ότι με τον Ιωσήφ στην ταφή του Χριστού συνέπραξε και ο Νικόδημος, ο οποίος έφερε για την ταφή «μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης, ὡς λίτρας ἑκατόν». Και οι δύο ήταν σεβαστά και σημαίνοντα πρόσωπα της κοινωνίας και ταυτόχρονα κρυφοί μαθητές του Χριστού, με ξεχωριστή τόλμη. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε γι’ αυτούς τους δύο είναι ότι με τον ενταφιασμό που έκαναν στον Χριστό την απόλυτη στιγμή του φόβου διέσωσαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όταν φαινόταν ότι αυτή είχε χαθεί οριστικά!

γ) Αξίζει επίσης να σχολιασθούν δυό ακόμη λεξούλες του κειμένου. Η πρώτη είναι η λέξη «τολμήσας» και η δεύτερη η λέξη «ἐδωρήσατο» για το ιδιαίτερο βάθος που έχουν στο κείμενο. Η πρώτη λέγεται ειδικά για τον Ιωσήφ. Η λέξη μας πληροφορεί για το ξεπέρασμα από τον Ιωσήφ του φόβου, που κατείχε τότε όλους. Και το μήνυμά της σε μας είναι ότι ώρες αγάπης και χρέους πρέπει ο άνθρωπος να νικάει τον φόβο. Η δεύτερη λέξη («ἐδωρήσατο») λέγεται για τον Πιλάτο. Όμως δεν αποδίδει την πραγματική διάθεση του Πιλάτου να χαρίσει ως δώρο το σώμα του Ιησού στον Ιωσήφ. Το ρήμα αυτό ερμηνεύει,  κατά τρόπο υπέροχο, το τι πραγματικά ήταν για τον Ιωσήφ το σώμα του Ιησού. Για τον Ιωσήφ και την Εκκλησία το σώμα του Χριστού ήταν μεγάλο δώρο. Πολυτιμότατο δώρο. Σ’ αυτό απέδωσαν την αγάπη και το χρέος οι κρυφοί μαθητές και οι Μυροφόρες. Αυτό το σώμα, που για τον Πιλάτο θα ήταν άχρηστο και ενοχλητικό, γιατί έπρεπε να φρουρείται, ήταν το πολυτιμότατο δώρο στην Εκκλησία. Αυτό το σώμα προοριζόταν να ανέβη στους ουρανούς ακέραιο, μαζί με τη Θεϊκή φύση, θεωμένο, να καθίσει στα δεξιά του Πατρός. Και στον άγνωστο καιρό των εσχάτων να ξανάρθει να κρίνει τον κόσμο.

δ) Να επιμείνουμε λιγάκι στις γυναίκες, σ’ αυτές που είναι αφιερωμένη η δεύτερη Κυριακή από του Πάσχα. Οι Μυροφόρες σε αντίθεση με τους άνδρες μαθητές δεν αποκοιμήθηκαν, δεν πρόδωσαν, δεν αρνήθηκαν, δεν  έφυγαν, δεν εγκατέλειψαν τον Ιησού. Είναι αυτές από τις οποίες δεν έσβησε η φωτοβόλα φλόγα της αφοσίωσης στον γλυκύτατο Ναζωραίο∙ είναι αυτές για τις οποίες και τα ευαγγέλια τόσο λίγα μας λένε. Αυτές, λοιπόν, με θάρρος, που το ξαναλέμε ξεπέρασε το ανδρικό, ετοιμάστηκαν να τηρήσουν όχι απλά το έθιμο προς τους νεκρούς, αλλά να κρατήσουν ψηλά την αγάπη και το φως της αυτοπροσφοράς. Αυτές που έκτοτε έγιναν πρότυπα του ακέραιου και παντοτινού καθήκοντος των ζωντανών έναντι των κεκοιμημένων. Την Παρασκευή, λοιπόν, κάποιες από αυτές, λίγο πριν από τη Δύση, παρακολούθησαν, με σιγή, πού  έθαψαν οι δύο άνδρες τον Ιησού∙ και αφού πέρασε η ημέρα του Σαββάτου, που δεν επιτρεπόταν μετακίνηση εξαιτίας της αργίας, ήλθαν τα χαράματα της Κυριακής στο μνήμα, χωρίς υποψία για την Ανάσταση, για να κλάψουν και να προσφέρουν τις τιμές που έπρεπε στον αγαπημένο τους νεκρό.  Έφτασαν μετά την Ανατολή του ήλιου. Όταν πια ο ήλιος Χριστός είχε ήδη ανατείλει από τη νύχτα του θανάτου! Και βλέπουν έκθαμβες τον μεγάλο λίθο, που σφράγιζε τη θύρα του τάφου, μετακινημένο και αντί του νεκρού Ιησού, λαμπροφορούντα και απαστράπτοντα άγγελο που τις διαβεβαιώνει ότι ο Ιησούς «ἠγέρθη». Δίνει δε την εντολή να μεταφέρουν το μήνυμα της Αναστάσεως στους μαθητές και στον Πέτρο και ότι τους περιμένει στη Γαλιλαία, όπου και θα τους συναντήσει.

Ανάμεσα στις Μυροφόρες ήταν και η άχραντη μητέρα του Κυρίου, Θεοτόκος Μαρία. Άλλωστε, όπως ψάλλουμε στο αναστάσιμο απολυτίκιο  του πλαγίου δευτέρου ήχου, και σε πολλούς ύμνους της Εκκλησίας μας,  η Θεοτόκος είναι η πρώτη που τον είδε αναστημένο. Αυτές έγιναν, λοιπόν, οι  πρώτοι μάρτυρες της Αναστάσεως.

Σ’ αυτές τις γυναίκες που διέσωσαν τότε και συντηρούν ακόμη, όχι με λόγια αλλά σιωπηλά, τη χαρά της Αναστάσεως οφείλουμε παντοτινό σεβασμό και αιώνια τιμή.

ε) Η πληροφορία του ευαγγελιστή Ιωάννη ότι ο ενταφιασμός του Κυρίου έγινε μέσα σε κήπο – ενώ οι άλλοι δεν προσδιορίζουν τον ακριβή τόπο – είναι και αυτή άκρως σημαντική.  Να κάνουμε ένα μικρό θεολογικό σχόλιο σ’ αυτό:  Ο Ιωάννης, είναι ο μόνος ευαγγελιστής που επιμένει ότι ο Κύριος συνελήφθη από τους εγκάθετους, βασανίσθηκε, ενταφιάσθηκε, τέλος αναστήθηκε και παρουσιάστηκε∙ και όλα αυτά μέσα στον κήπο της Γεσθημανή. Τα γεγονότα αυτά σημαίνουν ότι για το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, το θεολογικότερο Ευαγγέλιο, με το πρόσωπο του Χριστού επιτεύχθηκε άνοιγμα, επάνοδος και επανεισδοχή στον κήπο της Εδέμ, στον παράδεισο του μέλλοντος και ταυτόχρονα βελτίωση, σε υπερθετικό βαθμό, των συνθηκών και των δυνατοτήτων παραμονής και ατέλεστης αύξησης μέσα σ’ αυτόν.. Απλά ότι ο κήπος ξαναάνοιξε τον αρχικό παράδεισο, που από την παράβαση των πρωτοπλάστων ήταν κλεισμένος. Τον ξαναάνοιξε με πολύ περισσότερα αγαθά στον άνθρωπο.  Το προηγούμενο σημαίνει απλά ότι στα ευαγγέλια στενά συνάπτεται ιστορία και θεολογία.

Κύρια σημεία – μηνύματα

α) Ας μας εμπνέει η τόλμη του Ιωσήφ αλλά και η προσφορά του Νικοδήμου. Ας μας συγκινούν οι φωτεινές μορφές των Μυροφόρων. Η φροντίδα τους, η αφοσίωσή τους, η σιγή τους.

β) Η μεγάλη τιμή που έγινε στις Μυροφόρες να δουν πρώτες το κενό μνημείο και να ακούσουν πρώτες το μήνυμα της Αναστάσεως ήταν η αμοιβή της αγάπης τους προς τον Κύριο. Αυτό  ας μας υπενθυμίζει πάντοτε ότι η αγάπη προς τον Κύριο είναι η μόνη ασφαλής οδός Θεογνωσίας.

Και γ) ο αναστημένος Χριστός είναι ο σταυρωμένος Χριστός. Η καινούρια πραγματικότητα της Αναστάσεως («ἡ καινή κτίσις») οικοδομείται πάνω στην πικρή και οδυνηρή πραγματικότητα του πάθους. Το «ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὡδε» συνοδεύεται πάντα με το «ἐσταυρωμένος».

π. Ι. Σ.

 

Κοινοποίηση

Δείτε όλη την αρθρογραφία για την κατηγορία ""

Δείτε ακόμη

error: Content is protected !!
Μετάβαση στο περιεχόμενο