Σχόλιο στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λκ 7, 11-16
Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ
Εκείνο τον καιρό, πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν έναν νεκρό, το μονάκριβο γιό μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίσθηκε και της είπε: «Μην κλαίς». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν είπε : «Νεαρέ, σέ διατάζω να σηκωθείς». Ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξαζαν τον Θεό. «Μεγάλος προφήτης», έλεγαν, «εμφανίστηκε ανάμεσά μας !» και Ο Θεός ήρθε να σώσει τον λαό του!».
Χαρακτηριστικά της Περικοπής
α) Ο ιστορικός Ευσέβιος αλλά και ο πατέρας τῆς Εκκλησίας Ιερώνυμος τοποθετούν την Ναΐν, για την οποία υπάρχει αρκετός λόγος στην έρευνα, Νοτιοανατολικά της Ναζαρέτ και Νοτιοδυτικά της Καπερναούμ.
β) Την Περικοπή, η οποία διηγείται την ανάσταση του μονάκριβου παιδιού της χήρας της Ναΐν, αναφέρει από τους τέσσερις Ευαγγελιστές μόνο ο Λουκάς, που, όπως ξαναείπαμε, συγκινείται ιδιαίτερα από τον πόνο των ανθρώπων.
γ) Η Κ. Διαθήκη διηγείται κάποιες αναστάσεις νεκρών. Πρώτη προφανώς την σημερινή που ανάστησε τον γιό της χήρας γυναίκας, δεύτερη την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου και τρίτη την ανάσταση του Λαζάρου. Σ’ αυτές τις τρείς αναστάσεις θα πρέπει φυσικά να προσθέσουμε του Κυρίου την ανάσταση, την ανάσταση πολλών ευθύς με το σχίσιμο του καταπετάσματος μετά τον θάνατο του Χριστού, την ανάσταση της Ταβιθά στην Ιόππη από τον Απόστολο Πέτρο και την ανάσταση του Εύτυχου από τον Παύλο στην Τρωάδα.
Και δ) Προφανώς υπάρχουν και άλλες νεκραναστάσεις. Η ζωή του Κυρίου παρουσίαζε τόσο πλούτο υπερφυσικών γεγονότων, που ήταν αδύνατο να τα διηγηθούν οι Ευαγγελιστές όλα. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει, επί παραδείγματι, ότι στις περιοχές Χοραζείν και Βηθσαϊδά έκανε θαύματα, τα οποία σχεδόν δεν μνημονεύονται αναλυτικά πουθενά στην Κ. Διαθήκη.
Προσέγγιση της Περικοπής
α) Ο Ιησούς, συνοδευόμενος από πολλούς, με ευρύτερη έννοια, μαθητές και πολύ πλήθος ανθρώπων, συναντάει στην είσοδο της πόλης Ναΐν την νεκρική πομπή που οδηγούσε το γιο μιας χήρας στον τάφο. Ήταν για δεύτερη φορά που ο θάνατος πλησίασε τη γυναίκα αυτή τόσο κοντά. Η πρώτη φορά ήταν, όταν έχασε τον άνδρα της. Τούτη τη φορά ήταν φοβερότερο το πλήγμα του θανάτου. Ο νεκρός ήταν το σπλάχνο της, νέο παλικάρι και μονάκριβο. Πόνος, λοιπόν, πολύς για τη χαροκαμένη μάννα.
β) Αλλά και η τρυφερότητα του Κυρίου ήταν μοναδική. Παρηγορεί τη μάννα. Της λέει να μη κλαίει όχι γιατί τάχα δεν είναι επιτρεπτό το κλάμα, αλλά γιατί έχει επίγνωση για το τι θα ακολουθήσει. Ξέρει πολύ καλά ότι θα αναστηθεί το παιδί της με την δικιά του παρέμβαση πάραυτα.
γ) Δεν παρακλήθηκε ο Κύριος να παρέμβει. Ούτε από τη μάννα, ούτε από κανέναν της συνοδείας. Εντελώς μόνος του κινήθηκε να πει το «μὴ κλαῖε». Κινήθηκε γιατί δεν λυπήθηκε απλώς την οδυρόμενη μάννα αλλά κυριολεκτικά γιατί χάλασαν τα σπλάχνα του με τη θέα της.
δ)Το γνωστό ρήμα «σπλαχνίζομαι», που χρησιμοποιείται από τον ιατρό Λουκά και στην περίπτωση αυτή, όπως το ξανάπαμε, είναι τόσο ισχυρό που μας κάνει να σκεπτόμαστε για ένα συναίσθημα του Κυρίου πολύ πιο πέρα από το συναίσθημα της λύπης. Είναι ένα συναίσθημα που σχετίζεται με τα κατάβαθα του ανθρώπου, με τη μάννα και τη γέννα του παιδιού της. Τη μάννα που καίγονται, σχίζονται τα σπλάχνα της. Είναι το ρήμα που δηλώνει τον βαθύτατο συγκλονισμό του Χριστού μας σαν βλέπει τον θάνατο, που δεν τον δημιούργησε αυτός, να κυριαρχεί πάνω στο καλό «λίαν» δημιούργημά του, τον άνθρωπο.
ε) Κάθε επιφύλαξη του Χριστού, να προχωρήσει στην νεκρανάσταση, παρόντος τόσου πλήθους, παραμερίστηκε από το συγκλονισμό που του προκάλεσε η οδυρόμενη μάννα. Πλησιάζει αυτόκλητος και αγγίζει το φέρετρο και με την πρέπουσα βεβαιότητα και εξουσία προστάζει: «νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι». Και ο νεκρός, υπακούοντας στην προσταγή, επανήλθε στη ζωή και άρχισε να μιλάει. Κι από τον άλλο κόσμο που ήταν μέχρι τότε, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου τον έδωσε και πάλι στην μητέρα του, στήριγμα και παρηγοριά της.
στ) Το γεγονός προκάλεσε στους παρισταμένους φόβο. Φοβήθηκαν το θείο μεγαλείο και δόξασαν τη θεία μεγαλοσύνη. Ο ενεργήσας το θαύμα είναι μέγας και Κύριος. Στο πρόσωπό του ο Χριστός, ως μέγας προφήτης και μέγας γιατρός, «επισκέφτηκε» – για να χρησιμοποιήσουμε ιατρική ορολογία – το λαό του για να τον θεραπεύσει, μετά από τόσο μεγάλη διακοπή σχέσεων Ισραήλ και Θεού. Και διαδόθηκε η φήμη της αναστάσεως αυτής του γιού της χήρας σε όλη την Ιουδαία και σε όλες τις γειτονικές πόλεις γύρω από την Ιουδαία.
ζ) Στο γεγονός που είδαμε σήμερα και που ο Λουκάς το παρουσιάζει με τόση απλότητα αλλά και, ως γιατρός, επιδέξια, συναντήθηκε η όντως ζωή και ο θάνατος. Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου μιλώντας και ο νεαρός νεκρός άνθρωπος σιωπώντας κατ’ αρχήν. Αυτή η συνάντηση, όπως ήταν φυσικό, πρόβαλλε ποιος είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής του θανάτου, ο οποίος είναι ο μόνιμος νικητής. Αυτός ο νικητής είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, αυτός που με τον θάνατό του πάτησε τον θάνατο, ο ζων Ιησούς Χριστός.
η) Από αυτήν την περίπτωση της αναστάσεως και από όλες τις άλλες της Βίβλου βεβαιωνόμαστε ότι ο θάνατος στο παρόν, στην τωρινή κατάσταση «βασιλεύει ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει». Δεν μας τρομάζει, δεν μας παραλύει, δεν μας απελπίζει. Δεν είναι αυτό το κυρίαρχο βίωμά μας. Τον σκεπτόμαστε, μας απασχολεί, αλλά δεν μας συνέχει.
θ) «Όποιος βρίσκεται κοντά στο Χριστό» γράφει ο μακαριστός δάσκαλός μου Ιωάννης Καραβιδόπουλος «και ζει την παρουσία του μέσα στην Εκκλησία, ουσιαστικά βέβαια και όχι τυπικά, αυτός δεν αγωνιά μπροστά στη σκέψη του θανάτου, γιατί ξέρει ότι η ζωή είναι ένα θαύμα του Θεού, μια προσφορά αγάπης, ένα δώρο αιώνιο που με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εκμηδενισθεί από τις φθοροποιές δυνάμεις της κακίας, του μίσους και της καταστροφής που εκπροσωπεί ο θάνατος. Η παρουσία του Χριστού γεμίζει τη ζωή του πιστού με τέτοια πληρότητα και αφθονία, ώστε ο θάνατος να μη μπορεί να σημαίνει παρά πέρασμα από το μυστήριο στην πραγματικότητα, ολοκλήρωση της ζωής και άνοιγμα προς νέους κόσμους. Η ύπαρξη του ανθρώπου, όταν φωτίζεται από το φως της θείας αγάπης και όταν θερμαίνεται με την ελπίδα της αναστάσεως, αποκτά καινούργιες δυνατότητες δημιουργικής δράσεως, γίνεται εστία χαράς και εκπροσωπεί ήδη τη νέα μελλοντική πραγματικότητα της ζωής μέσα σ΄ ένα κόσμο που βασιλεύει ό φόβος του θανάτου».
Μηνύματα
α) Ο Χριστός καταπάτησε το θάνατο με τον θάνατό του. Έκτοτε η μόνιμη απειλή του ανθρώπου έχασε το κεντρί της, με το οποίο δηλητηρίαζε εξ ολοκλήρου τον άνθρωπο και τον παρέλυε.
β) Η Εκκλησία μας, με την Αγία Γραφή, τα συγγράμματα των Πατέρων μας, τη ζωή των Αγίων, των γνωστών και των πολλών αγνώστων, τα μυστήρια, τις ακολουθίες της και κυρίως με τη θεία Ευχαριστία μπολιάζει την Ανάσταση και την αναστάσιμη ζωή στη δική μας ζωή. Χωρίς το μπόλιασμα αυτό η ζωή μας στενεύει απελπιστικά και χάνει τις πραγματικές της διαστάσεις.
γ) Ο θάνατος, με τη θυσία του Χριστού, άλλαξε όψη. Από τρομακτική κατάληξη της ζωής, που ήταν, έγινε απλά πέρασμα για την άλλη ζωή, την αιώνια.
π. Ι. Σ