Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης

Θεσσαλονίκη

Δελφών & Μιαούλη, 546 42

2310 828989

Τηλέφωνο Ιερού Ναού

Σχόλιο στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λκ 10, 25-371

 

Η παραβολή του σπλαχνικού Σαμαρείτη

                    Η Περικοπή

Εκείνο τον καιρό, κάποιος νομοδιδάσκαλος πλησίασε τον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ο νόμος τι γράφει;» Εκείνος απάντησε: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου∙ και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς∙ «αυτό κάνε και θα ζήσεις». Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε:  «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Από κείνο τον δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από κείνο το μέρος∙ παρ’ όλο που τον είδε κι αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν. Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: «φρόντισέ τον, κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω». Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε «πλησίον» εκείνου που έπεσε στους ληστές;» Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε». Τότε ο Ιησούς του είπε «Πήγαινε και να κάνεις κι εσύ το ίδιο».                

Αφορμή της Παραβολής

α) Τα ερωτήματα του νομοδιδάσκαλου για τον τρόπο εξασφάλισης της αιώνιας ζωής, είναι θεμελιώδη αλλά και παγιδευτικά. Γιατί γνωρίζει τι λέει ο Νόμος, η Τορά. Αυτή δίδασκε, άλλωστε. Προκαλεί όμως τον διδάσκαλο Χριστό προφανώς για να δει αν σέβεται το νόμο. Γιατί η μέχρι τώρα πορεία του, έδειχνε ότι δεν τον είχε σε πολλή εκτίμηση.

β) Ο Χριστός με τις απαντήσεις του παραπέμπει στη Γραφή. Άρα και για τον Χριστό βάση και κριτήριο για εξασφάλιση της αιώνιας ζωής είναι η Γραφή, ο Νόμος. Δεν ισχύει λοιπόν η κατηγορία ότι περιφρονεί τον Θεόσδοτο Νόμο του Μωυσή.

γ) Ο νομοδιδάσκαλος, με την απάντηση που έδωσε στον Χριστό ότι η αιώνια ζωή εξασφαλίζεται με την τέλεια αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, ηττήθηκε∙ γιατί της ίδιας γνώμης ήταν φυσικότατα και ο Χριστός. Γι’ αυτό άλλαξε ρότα: ερωτά ποιος είναι ο πλησίον.

δ) Η συνήθης απάντηση στους Εβραίους ήταν ότι πλησίον για κάθε Ιουδαίο είναι ο συμπατριώτης . Ο ξένος στην πράξη δεν ήταν πλησίον. Επί πλέον ραβινικά κείμενα της εποχής υποστήριζαν ότι δεν μπορούσαν λ.χ. αιρετικοί, προδότες και αποστάτες να θεωρούνται πλησίον. Έτσι δεν θεωρούνταν με κανένα τρόπο πλησίον οι Σαμαρείτες. Ήταν αυτοί που λίγα χρόνια νωρίτερα, μέρες Πάσχα, μόλυναν το ναό σκορπίζοντας ανθρώπινα οστά.

Χαρακτηριστικά της Παραβολής

α) Παραβολή με κάλλος και βάθος. Έχει μέσα της πολλά σπέρματα για να δώσουν καρπούς πλούσιους. Πληροί τον πιστό. Αγγίζει όμως και τον άπιστο ή και τον αδιάφορο. Αυτό είναι το κήρυγμα του Ιησού. Οικουμενικό, καθολικό. Υπερβαίνει κάθε σύνορο.

β) Ειπώθηκε μετά την επιστροφή των εβδομήκοντα για ιεραποστολικό έργο. Μετά από επιτυχίες. Μετά την εν αγαλλιάσει προσευχή του Χριστού ότι ο Θεός αποκαλύπτεται στους ταπεινούς.

γ). Ο Χριστός ξεκίνησε την παραβολή ερωτώμενος και κατέληξε ερωτών∙ ο δε ερωτών νομιδιδάσκαλος, με την μαεστρία του Χριστού, απαντά στο τέλος μόνος του στο ερώτημα που αρχικά έθεσε στον Χριστό. Και απαντά σωστά.

Προσέγγιση της Παραβολής

Μέσα σε τέτοιο κλίμα για το ποιος θεωρείται πλησίον ειπώθηκε η παραβολή:

Ένας άνθρωπος κατεβαίνοντας από Ιερουσαλήμ για Ιεριχώ έπεσε πάνω σε ληστές, που υπήρχαν πολλοί τότε.  Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Πέρασαν από το δρόμο κι άλλοι διαβάτες. Όμως κανείς δεν έσκυψε στον τραυματισμένο. Μόνο ο αλλογενής Σαμαρείτης.

α) Τους δύο ιερωμένους, γνώστες του Νόμου, που προσπέρασαν τον πεσμένο και ημιθανή, δεν πρέπει σώνει και καλά να δούμε ως ψυχρούς και αναίσθητους. Ίσως φοβήθηκαν τη ζωή τους. Ίσως ήταν απροετοίμαστοι, ως προς την παροχή πρώτων βοηθειών. Ίσως εξέλαβαν τον ημιθανή ως ήδη νεκρό, που δεν χρειαζόταν βοήθεια. Και γι’ αυτό ίσως δεν έπρεπε ούτε καιρό να χάσουν και το κυριότερο να μη έχουν μαζί του επαφή. Ίσως βιάζονταν να πάνε εγκαίρως στην αποστολή τους.

β) Ό Σαμαρείτης ίσως ήταν έμπορος. Περνούσε συχνά από το μέρος, γιατί φαίνεται γνωστός στον πανδοχέα. Δεν ανήκε στη συμπαγή κοινότητα των Ιουδαίων. Εξ ορισμού δεν μπορούσε, ούτε είχε ανάγκη να εκλάβει τον πληγωμένο ως πλησίον. Όμως δεν ήταν φορέας κάποιας θρησκευτικής εξουσίας, καθήκοντος, υπουργήματος. Δεν υπολόγισε απώλεια χρόνου. Δεν φοβήθηκε ληστεία δικιά του ή μόλυνση.

γ) «Ἐσπλαχνίσθη» τον τραυματισμένο, λέει το κείμενο, που σημαίνει, όπως έχουμε ξαναπεί: σκίστηκε η καρδιά του. Σαν να τον γέννησε. Διέθεσε το μεταφορικό του μέσο. Κατανάλωσε τα αναγκαία για το ταξίδι του. Έγινε αυτό που δεν ήταν: νοσηλευτής και τραυματιοφορέας. Όχι μόνο στον έρημο δρόμο άμεσα, αλλά ακόμη κι όταν τον πήγε στο πανδοχείο. Άφησε για κάποιες ώρες στην άκρη και εκτός ενδιαφέροντος τα ιδιωτικά του επιτηδεύματα.

δ) Όμως το πορτραίτο του Σαμαρείτη χρειάζεται και άλλες πινελιές για να ολοκληρωθεί: Η παραβολή αφήνει για το τέλος μια πληροφορία σημαντική. Κατά την εκτίμησή μου κορυφαία: « ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῶ πανδοχεῖ καὶ εἷπεν αὐτῷ: ἐπιμελήθητι αὐτοῦ καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσεις ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι». Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο Σαμαρείτης υπέγραψε επιταγή εν λευκώ. Κι όπως πολύ σοφά λέει ένας πολύ πνευματικός άνθρωπος της εποχής μας ο Σαμαρείτης «συνεχίζει το πολύ ρίσκο της πρώτης στιγμής. Δεν προγνωρίζει το ύψος του κόστους. Και όμως το αποδέχεται εκ των προτέρων. Με στόχο τον άνθρωπο που του έσχισε την καρδιά, δεν έθεσε όρους και όρια. Όχι περιορισμός ή τσιγκουνιά. Όπως από την αρχή ρίχτηκε στο άγνωστο έτσι ως το τέλος. Ανέλαβε ένα απεριόριστο παραπάνω. Εκούσια αλλά με πολύ κόστος υπέστη τις συνέπειες του ραγίσματος της καρδιάς του. Ανοίχτηκε σε ένα απεριόριστο – ατελεύτητο περισσόν. Ο Σαμαρείτης ήταν «ξένος» έναντι του πληγωμένου. Επειδή όμως η καρδιά του συγκλονίστηκε από την ανάγκη του άλλου, έγινε ο πλησίον του. Τότε ανακάλυψε τον πλησίον του, ή μάλλον ανακαλύφθηκε από αυτόν».      

ε) Σήμερα, κυρίως στην πολιτική, μιλάμε για αλληλεγγύη. Αυτή η αλληλεγγύη στηρίζεται στην ισότητα. Η παραβολή προβάλλει τη ριζοσπαστική ανισότητα. Ο άλλος, του ήταν ανώνυμος, αλλογενής, αλλόθρησκος. Πολύ ξένος. Η αγάπη του όμως διέρρηξε όλες τις συμβατικότητες. Την αγάπη δεν την καλύπτει η αρχή της ανταποδοτικότητας. Η αγάπη κείται επέκεινα αυτών των συμβάσεων (θρησκεία-γλώσσα κ. λ. π. ). Τις συμβάσεις αυτές συχνά τις βρίσκει και ως διαστρέβλωσή της.

στ) Ο Χριστός – κι αυτό συμπυκνώνει το νόημα της παραβολής – προτρέπει τον νομοδιδάσκαλο και τον καθένα μας: i) Να γίνουμε εμείς πλησίον «ποιώντας», όχι συζητώντας. Η αγωνία μας : να εστιάζεται όχι στο ποιος είναι ο πλησίον αλλά πώς εμείς γινόμαστε πλησίον και ii) Να βγούμε από τα περιγεγραμμένα πεδία. Από τα σύνορά μας. Όχι για ασυδοσία αλλά για ξεπέρασμα του εαυτού μας.

ζ) Ο Χριστός μάς παραγγέλλει: Ακολουθείστε με σε δρόμους αναπάντεχους Όπως εγώ ήλθα και έφερα «ζωήν καὶ περισσόν ζωῆς» έτσι και από σας ζητώ το ατελεύτητο παραπάνω.

Μηνύματα

α) Η παραβολή μάς υποδεικνύει το «προσδαπανᾶν». Το επιπλέον. Το περισσόν. Μας υποδεικνύει τον μείζονα δρόμο της υπερβολής. Το παραπάνω του παρόντος. Όχι το δρόμο των πολλών.

β) Από τις ενδοκοσμικές και μόνο δυνάμεις της ιστορίας δεν σώζεται ο άνθρωπος. Τον άνθρωπο τον σώζει ο Θεός εν Χριστώ, ο οποίος έγινε ο πλησίον κάθε ανθρώπου. Μας σώζει η αγάπη.

π. Ι. Σ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κοινοποίηση

Δείτε όλη την αρθρογραφία για την κατηγορία ""

Δείτε ακόμη

error: Content is protected !!
Μετάβαση στο περιεχόμενο