Σχόλιο στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λκ 12, 16-21
Του άφρονα πλουσίου
Η Περικοπή
Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά. Τότε εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: τι να κάνω; Δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου! Αλλά να τι θα κάνω, είπε. Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τ’ αγαθά μου. Μετά θα πω στον εαυτό μου: τώρα έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά∙ ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε. Τότε του είπε ο Θεός : ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά, λοιπόν, που ετοίμασες σε ποιόν θα ανήκουν; Αυτά, λοιπόν, παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ό,τι θέλει ο Θεός». Αφού τα είπε όλα αυτά, πρόσθεσε με έμφαση: «Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας τα ακούει».
Ο πλούτος στη Βίβλο πολύ γενικά
Πρὶν προσεγγίσουμε την παραβολή να κάνουμε δύο γενικές απλές παρατηρήσεις για τον πλούτο, για τον οποίο γίνεται λόγος :
α) Ο πλούτος στην Βίβλο γενικώς δεν είναι κατ’ ανάγκη συνδεδεμένος με την αμαρτία. Αρχικώς εθεωρείτο ευλογία και αμοιβή της ευσέβειας από τον Θεό, όπως δείχνει και η παρακάτω αναφορά:
«μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον.
Ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα.
Δυνατὸν ἐν τῆ γῇ ἔσται τὸ σπέρμα αὐτοῦ.
Δόξα καὶ πλοῦτος ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ». Ψαλμ 111,1-3
Και β) η ύπαρξη, όμως, πολλών και κακών πλουσίων συνετέλεσε ώστε με το χρόνο η λέξη πλούσιος να είναι συνώνυμος της αδικίας και της πεποίθησης του ανθρώπου αποκλειστικά στις δυνάμεις του. Η πεποίθηση αυτή οδηγεί στην αυτοθέωση και στην πλεονεξία. Εναντίον αυτών των νοοτροπιών ασκούσαν επί μονίμου βάσεως κριτική οι προφήτες.
Χαρακτηριστικά της Παραβολής
α) Η παραβολή ειπώθηκε με αφορμή την παράκληση κάποιου ακροατή να μεσολαβήσει προς διευθέτηση κληρονομικής διαμάχης με τον αδελφό του.
β) Ο παρακαλών ακροατής μάλλον είναι νεότερος αδελφός, τον οποίο αδικούσε ο μεγαλύτερος, κατακρατώντας για τον εαυτό του την πατρική κληρονομιά. Σύμφωνα με το κληρονομικό δίκαιο της εποχής ο μεγαλύτερος αδελφός γινόταν κυρίαρχος της πατρικής περιουσίας, τα δε υπόλοιπα μέλη της οικογενείας, αδελφοί, αδελφές και άλλοι, εξαρτιούνταν από αυτόν.
γ) Παρεμβάσεις για διευθετήσεις ανάλογες έκαναν τότε οι Ραβίνοι, που ήταν επιφορτισμένοι και με το κληρονομικό δίκαιο. Τον Χριστό, λοιπόν, μάλλον ως ραβίνο, δάσκαλο του Νόμου, τον είδε ο ερωτών.
δ) Το αίτημα του αδελφού μάλλον είναι δίκαιο. Ο Χριστός δεν αμφισβητεί το δίκαιο του αιτούντος. Ωστόσο, αρνείται να μεσολαβήσει στη διαφορά, όπως θα περιμέναμε. Γιατί: i) Δεν ταυτίζει την αποστολή του με τη διευθέτηση υλικών διαφορών. ii) Δεν απονέμει τώρα το δίκαιο. iii) Δεν είναι παρόν ο αδελφός, δεν μπορεί, λοιπόν, να εκφέρει κρίση απόντος του κατηγορουμένου. Και iv) δεν αναλώνεται με δευτερογενή προβλήματα. Γι’ αυτό λέει την παραβολή.
Προσέγγιση της Παραβολής
α) Στην παραβολή η ευφορία της γης του πλούσιου εμφανίζεται ως πρωτόγνωρο θαύμα και έχει πλούσιο παλαιοδιαθηκικό υπόβαθρο. Οι ακροατές με την ευφορία αυτή ενθυμούνται προφανώς τα επί των ημερών του Παγκάλου Ιωσήφ εφτά χρόνια ευφορίας στην Αίγυπτο, όπου πάλι επρόκειτο για πρωτόγνωρο θαύμα. Ο Ιωσήφ, ως γνωστό, ορίστηκε εκεί από τον Φαραώ να χειρισθεί αυτό το θαύμα. Σκέφτηκε, όπως αποφάσισε και ο πλούσιος της παραβολής, να κτιστούν νέες αποθήκες.
β) Όμως, η διαφορά Ιωσήφ και πλούσιου έγκειται σ’ αυτό: Ο Ιωσήφ νοιάστηκε και για τους άλλους. Ο πλούσιος της παραβολής μας νοιάζεται για τη συνέχεια και βελτίωση μόνο της δικής του ζωούλας. Στον πλούσιο δεν γίνονται και οι άλλοι κοινωνοί του θαύματος. Απουσιάζει, με άλλα λόγια, η αίσθηση του θαύματος της ευφορίας της γης, σε άνθρωπο που ήταν ήδη πλούσιος. Απουσιάζει δηλαδή η ιδέα της θείας επέμβασης για την ευφορία της γης, κάτι που θα ανάγκαζε τον πλούσιο να ανταποκριθεί ευγνωμόνως στον Θεό, ενδιαφερόμενος και για τους άλλους ανθρώπους.
γ) Ο Θεός, λοιπόν, δεν θεωρείται ως δωρητής του θαύματος της ευφορίας των καρπών της γης. Ο πλούσιος κάνει μια εγωιστική υφαρπαγή του θαύματος. Ο πλούτος της γης δεν συνδέεται με κανένα τρόπο με τον δωρεοδότη Θεό.
δ) Ο πλούτος, που ήλθε ως δώρο και θαύμα, παραμένει τελικά απόλυτα στατικός, κλεισμένος, ανενεργής. Όχι παραγωγικός. Δεν υπάρχει καμία σκέψη κατ’ αρχάς για τον συνάνθρωπο, τον πλησίον. Καμία όμως σκέψη έστω για κάποια επένδυση, για κάποια αξιοποίηση του πλούτου.
ε) Ο διάλογος του πλουσίου με τον εαυτό του είναι ενδεικτικός. Ο εαυτός του είναι ο μόνος επί σκηνής. Και μόνο τα πέντε κτητικά «μου» της παραβολής δηλώνουν ότι η σκέψη του και η ζωή του είναι ένας μονόλογος. Ο πλούσιος ζει χωρίς περίγυρο. Χωρίς «εσύ»∙ αλλά μόνο με το «εγώ» του. Οι άλλοι που έπρεπε, όπως στην περίπτωση του Ιωσήφ, να γίνουν κοινωνοί του θαύματος είναι για τον πλούσιο ανύπαρκτοι.
στ) Στην παραβολή ο πλούσιος διακατέχεται από την εναγώνια έγνοια με ποια δική του δραστηριότητα θα εξασφάλιζε την παράταση του πλούτου του και της καλοπέρασής του. Και πάνω στην έγνοια αυτή πεθαίνει. Δεν πρόφτασε να την υλοποιήσει. Αυτό είναι όλο κι όλο.
ζ) Ο άφρων, που χαρακτηρίστηκε έτσι γιατί αρνήθηκε τον Θεό, θα πρέπει να αιφνιδιάστηκε πληροφορηθείς την ίδια νύχτα από τον ίδιο τον Θεό τον θάνατό του. Και τον σταμάτησε πάνω στην κορύφωση της άρνησης. (Ξέρετε είναι η μοναδική περίπτωση στις παραβολές που ο Θεός εμφανίζεται να παρεμβαίνει δραστικά και προσωπικά για το τέλος της ζωής κάποιου. Είναι η ώρα που ο άφρων, και μαζί με αυτόν ο κάθε άφρων, καταλαβαίνει, αλλά ματαίως, ότι η απόλυτη κυριότητα στα αγαθά του παρόντος, δεν συνεπάγεται και απόλυτη κυριότητα στη ζωή).
η) Η παραβολή κλείνει πάλι με το κλασσικό λόγιο «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω». Και αυτή η παραβολή μοιάζει να μην είναι για όλους. Η εμβάθυνση στα μηνύματά της είναι δυνατή μόνο σε όσους διαθέτουν, προφανώς, προϋποθέσεις.
Μηνύματα
Η Παραβολή έχει, όπως όλες οι παραβολές του Κυρίου, πολύ βάθος :
α) Κεντρικό σημείο της αποτελεί ο χαρακτηρισμός του πλούσιου ως άφρονος. Αυτός ο χαρακτηρισμός τού ανήκει διότι δεν αναγνώρισε την ύπαρξη και απόλυτη κυριαρχία του Θεού πάνω στον κόσμο και στην ιστορία του. Ταυτόχρονα, όμως, αγνοούσε παντελώς και την παρουσία του πλησίον συνανθρώπου.
β) Στόχος της παραβολής είναι: i) Nα δείξει ότι «οὐκ ἐν τῶ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἔστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» και ότι «οὐ συνεκτείνεται τῷ πλούτω τὸ τῆς ζωῆς μέτρον», όπως θα μας πει ο άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Αυτό ελεύθερα θα πει: Δεν ανήκει στα υπάρχοντα του ανθρώπου η μακροημέρευσή του και το μήκος της ζωής του δεν συμβαδίζει με τον πλούτο του. Και ii) η έγνοια του ανθρώπου πρέπει να είναι η βασιλεία του Θεού. Τα άλλα, τα ενθαδικά, αν δεν έχουν επίκεντρο της ζωής του αποκλειστικά τον εαυτό του, θα τα λύσει άριστα.
π. Ι. Σ.