Ὑπέρ τῆς πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως και χώρας
καί τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς, τοῦ Κυρίου δεηθῶµεν.
Γι᾽ αυτήν εδώ την πόλη, για κάθε πόλη και για κάθε
χωριό και για τους πιστούς που κατοικούν σ᾽ αυτές,
ας παρακαλέσουµε τον Κύριο.
Η Εκκλησία είναι µια πορεία εδώ στην γη µε τέρµα τον ουρανό. Αυτό θέλει να πει πώς η Εκκλησία είναι κι εδώ στην γη και στον ουρανό. Η δέηση λοιπόν «Ὑπέρ τῆς πόλεως ταύτης…» είναι για την εδώ Εκκλησία, που βρίσκεται σε κάθε πόλη και χωριό. Είναι µια δέηση, που γίνεται όχι µόνο για τα πρόσωπα, αλλά και για τα πράγµατα. Γιατί η Εκκλησία είναι βέβαια οι άνθρωποι, τα πρόσωπα, αλλά τα πρόσωπα εδώ στην γη είναι δεµένα µε τα πράγµατα. Κάθε άνθρωπος έχει τον τόπο του, και η Εκκλησία έχει κι εκείνη τον τόπο της, που είναι «πᾶσα πόλις καί χώρα». Παντού που γίνεται η θεία Λειτουργία είναι η Εκκλησία. Η ενορία είναι αρχαιότατος θεσµός της Εκκλησίας, µε πνευµατικό κέντρο τον ενοριακό ναό, όπου «ἐξ ὀνόµατος» του επισκόπου από τον κανονικό ιερέα τελείται η θεία Λειτουργία. Η ενορία είναι η Εκκλησία.
Στις Διαταγές των Αποστόλων, για τις οποίες είπαµε, υπάρχει η ίδια δέηση µε αυτές τις λέξεις· «Ὑπέρ τῆς ἐνθάδε παροικίας δεηθῶµεν, ὅπως καταξιώσῃ ἡµᾶς ὁ τῶν ὅλων Κύριος ἀνενδότως τήν ἐπουράνιον αὐτοῦ ἐλπίδα µεταδιώκειν καί ἀδιάλειπτον αὐτῷ τῆς δεήσεως ἀποδιδόναι τήν ὀφειλήν». Για την εδώ αγία κοινότητα ας παρακαλέσουµε· να µας αξιώση ο Κύριος των όλων µε επιµονή να ζητούµε την επουράνια σ᾽ αυτόν ελπίδα και αδιάλειπτα να εξοφλούµε σ᾽ αυτόν το χρέος της προσευχής και της ευχαριστίας. Αυτή η δέηση µας δίνει την αληθινή διάσταση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν είναι από τη γη, µα είναι στη γη και πορεύεται για τον ουρανό. Η ελπίδα των χριστιανών, που βρίσκονται εδώ στη γη κι αγωνίζονται τον καλό αγώνα, είναι ελπίδα «ἀποκειµένη ἐν οὐρανοῖς». Η «ἐνθάδε παροικία» είναι η εδώ προσωρινή διαµονή των χριστιανών, η εκκλησιαστική κοινότητα ή, όπως τώρα λέµε, η ενορία. Όχι ένα κοµµάτι της Εκκλησίας, αλλά όλη η Εκκλησία, αφού η Εκκλησία είναι το σώµα του Χριστού, και ο Χριστός δεν µερίζεται, αλλά είναι όλος σε όλα τα µέρη.
Η γη, ο τόπος, η πόλη και η χώρα δεν είναι ξένος χώρος για την Εκκλησία. Είναι ο κόσµος, µέσα στον οποίο βρίσκεται η Εκκλησία, που αγιάζεται από την Εκκλησία και πορεύεται µαζί µε την Εκκλησία, για να περάσει από την φθορά και το θάνατο στην αφθαρσία και την ζωή. Εδώ πρέπει να θυµηθούµε τα λόγια του Αποστόλου στην προς Ρωµαίους επιστολή, ότι «καί αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθοράς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Η υλική κτίση, που υποτάχθηκε στη µαταιότητα εξαιτίας της παρακοής των πρωτοπλάστων, και µέχρι σήµερα στενάζει και πονάει µαζί µε τον άνθρωπο, περιµένει µε λαχτάρα και ελπίζει να ελευθερωθεί από την δουλεία της στην φθορά, για να µπει κι αυτή στην ένδοξη ελευθερία των παιδιών του Θεού.
Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας στον κόσµο και η διακονία της στο µυστήριο της σωτηρίας. Η Εκκλησία πορεύεται. «Ας φέρουµε στα µάτια µας την εικόνα του Ιησού Χριστού, όταν πορεύεται κι ανεβαίνει µε τους µαθητές του στα Ιεροσόλυµα. Είναι η πορεία της Εκκλησίας στην Ιστορία, που οδηγεί τον κόσµο, τους ανθρώπους και την κτίση, στην ανάσταση. Κάθε θεία Λειτουργία είναι ένα βήµα, που δεν µας φέρνει απλώς πιο κοντά, αλλά µας βάζει µέσα στο φως και την χαρά της ανάστασης. Και τοπικά και χρονικά στην θεία Λειτουργία δεν υπάρχει απόσταση. Την Εκκλησία στην θεία Λειτουργία «οὐ χρόνος διέστηκεν οὐ τόπος», ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος την χωρίζει. Κάθε φορά που σε κάποιον τόπο και σε κάποια ώρα τελείται η θεία Λειτουργία, όλη η Εκκλησία είναι εκεί· η γη γίνεται ουρανός, κι όλος ο χρόνος, ο περασµένος και ο µέλλων, γίνεται ένα παρόν.
Οι δεήσεις της Εκκλησίας αγκαλιάζουν όλο τον κόσµο, που έχει λάβει την ευλογία του Θεού. Χωρίς να ξεχωρίζει τον εαυτό της από τον κόσµο, η Εκκλησία ζει µέσα στον κόσµο και τελεί το µυστήριο της ζωής, που είναι η θεία Λειτουργία. Προσεύχεται για όλους, αλλά λειτουργεί µόνο για τους πιστούς κι αυτούς µόνο καλεί για να κοινωνήσουν. Είναι εντολή του Χριστού, και οι οικονόµοι των µυστηρίων του Θεού δεν έχουµε δικαίωµα να πετάµε τα άγια στο δρόµο. «Ὑπέρ τῆς πόλεως ταύτης…» δέεται η Εκκλησία· για κάθε πόλη και γι᾽ αυτήν εδώ τώρα που γίνεται η θεία Λειτουργία. Και σκέφτεται κανείς τι είναι αυτή η πόλη κάθε φορά και µάλιστα στον καιρό µας. Άλλαξε τόσο πολύ η µορφή της πόλης, που δεν µπορούµε πια να ξέρουµε πόσοι και ποιοι κατοικούµε σ᾽ έναν τόπο. Μέσα στο ναό σε κάθε σύναξη λίγοι είµαστε οι γνωστοί· οι περισσότεροι είµαστε άγνωστοι και άσχετοι. Σ᾽ ένα αρχαίο κείµενο διαβάζοµε για τον ιερέα· «ἐξ ὀνόµατος πάντας ζήτει», ότι δηλαδή ο ιερέας πρέπει σε κάθε σύναξη ονοµαστικά να ξέρη ποιοι λείπουν. Άλλα τώρα είναι αδύνατο να ξέρουµε ποιοι κατοικούν στην πόλη και στην ενορία.
Ούτε τι πιστεύουν ούτε πώς ζουν ούτε τι κάνουν οι άνθρωποι σε µια σύγχρονη πόλη µπορούµε να ξέρουµε. Αλλά, ξεχωρίζοντας τους «πίστει οἰκοῦντας ἐν αὐτῇ», η Εκκλησία προσεύχεται για όλους,για να φυλάξει ο Θεός µαζί µε τους λίγους και τους πολλούς, και µαζί µε τους δικαίους και για χάρη των δικαίων και τους ασεβείς. Πολλά και µεγάλα προβλήµατα γεννιούνται στο ποιµαντικό έργο της Εκκλησίας, γιατί δεν µπορούµε πια να ξέρουµε σε µια σύγχρονη πόλη πόσοι και ποιοι είναι οι χριστιανοί, εκείνοι που θέλουν και περιµένουν να µπει ο ιερέας στο σπίτι τους. Αβασάνιστα λέγεται ότι ο ιερέας πρέπει να µπαίνει παντού «ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός», αλλ’ αυτό ούτε δυνατό είναι ούτε σωστό ούτε θεµιτό. Ο ιερέας δεν µπορεί να µπαίνει όπου δεν ξέρει που µπαίνει.
Η θεία Ευχαριστία είναι µυστήριο ενότητας και αγάπης. Ενώνει και συνδέει τους ανθρώπους κάθε καιρού και κάθε τόπου. Ενώνει τους ανθρώπους και µε τα πράγµατα· µε τον τόπο τους, την πόλη και το χωριό τους. Αυτό που λέµε γενέτειρα το ζούµε στη θεία Λειτουργία, όταν ακούµε τις ιερές δεήσεις, που µας προάγουν στον ουρανό, αλλά µας θυµίζουν πώς είµαστε κι εδώ στη γη. Στον ουρανό µας περιµένει ένας κόσµος, «ὄν ὀφθαλµός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε». Μα κι εδώ στη γη είναι ένας κόσµος, που τον έφτιαξε ο Θεός και µας έβαλε σ᾽ αυτόν «ἐργάζεσθαι αυτόν καί φυλάσσειν»· να τον εργαζόµαστε, να τον φυλάµε και να τον αγαπάµε. Ο βίος µας εδώ στη γη είναι η αρχή της ζωής µας στον ουρανό. Ο δρόµος της σωτηρίας περνάει µέσ’ από τούτο τον κόσµο· από τη γη, που µας γεννάει και µας σηκώνει και µας τρέφει, κι όταν θα πεθάνουµε δέχεται και φυλάει τα σώµατά µας µέχρι την ήµερα της κοινής αναστάσεως. Αξίζει να θυµηθούµε εδώ τα λόγια του αγίου Χρυσοστόµου· Η γη «αὕτη καί µήτηρ καί τροφός ἡµῖν γεγένηται, καί ἐξ αὐτῆς καί τρεφόµεθα, καί πάντων τῶν ἄλλων ἀπολαύοµεν, καί πρός αὐτήν πάλιν ἐπάνιµεν.. .»· αυτή η γη είναι που µας γεννάει και µας τρέφει και µας δίνει κάθε άλλη απόλαυση κι αυτή είναι στην οποία ξαναγυρίζουµε. Η γη είναι η «ἐνθάδε παροικία» µας, για την οποία παρακαλούµε σε κάθε θεία Λειτουργία. «Ὑπέρ τῆς πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως καί χώρας καί τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς…». Αµήν.
† Σ & Κ Δ