Ἐξαιρέτως τῆς παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης,
ἐνδόξου δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας.
Ξεχωριστά για την παναγία, άχραντη, υπερευλογημένη,
ένδοξη κυρία μας Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία.
Στην Αγία Τράπεζα τώρα είναι το σώµα και το αίµα του
Κυρίου, και δεν µένει παρά στο τέλος νσ κοινωνήσουν οι πιστοί· «ὥστε γενέσθαι τοῖς µεταλαµβάνουσιν εἰς νῆψιν ψυχῆς, εἰς ἄφεσιν ἁµαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύµατος, εἰς βασιλείας οὐρανῶν πλήρωµα, εἰς παρρησίαν τήν πρός σέ, µή εἰς κρῖµα ἤ εἰς κατάκριµα». Η ευχή, που δεν πρέπει να ξεχνάµε ότι απευθύνεται προς το Θεό Πατέρα, στο σηµείο αυτό εδώ κάνει λόγο για τα αποτελέσµατα της θείας Κοινωνίας· το σώµα και το αίµα του Κυρίου να γίνουν σ᾿ εκείνους που µεταλαβαίνουν για την ειρήνη της ψυχής των, για την άφεση των αµαρτιών τους, για να λάβουν τις δωρεές του Αγίου σου Πνεύµατος, για να πάρουν θέση στη βασιλεία των ουρανών, για να έχουν παρρησία ενώπιόν σου κι όχι για να αµαρτήσουν και να κατακριθούν. Δηλαδή το ευχαριστιακό µυστήριο δεν είναι το ίδιο ένα τέλος, αλλά ένα µέσον για µια πνευµατική πραγµατικότητα µεγαλύτερη από τα µυστήρια, «ὧν µετασχόντες», καθώς γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «τήν ζωοποιόν καί ἁγιαστικήν δύναµιν τοῦ Χριστοῦ εἰσδεχόµεθα».
Ηευχή της αναφοράς συνεχίζεται και µετά την επίκληση και τον καθαγιασµό των τιµίων δώρων. Αλλα τώρα σε κάποιο άλλο τόνο και, θα λέγαµε, προς άλλη κατεύθυνση. Έως εδώ η ιεροτελεστία είχε µια κίνηση ανοδική· τώρα έχοµε την αίσθηση πώς αρχίζουµε σιγά-σιγά νσ κατεβαίνουµε. «Ἔτι προσφέροµέν σοι τήν λογικήν ταύτην λατρείαν ὑπέρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαµένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν, ἀποστόλων, κηρύκων, εὐαγγελιστῶν, µαρτύρων, ὁµολογητῶν, ἐγκρατευτῶν καί παντός πνεύµατος δικαίου ἐν πίστει τετελειωµένου». Τελούµε την θεία Λειτουργία για όλους τους Αγίους της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και για κάθε ψυχή δικαίου ανθρώπου, που απέθανε µε πίστη.
Στο σηµείο αυτό η ευχή είναι σαν ένα προσκλητήριο της Εκκλησίας, στο οποίο είναι παρόντες όλοι οι Άγιοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Για να δείξει, γράφει ο Θεόδωρος επίσκοπος Ανδίδων, «ὅτι εἷς Θεός ἐστι κἀκείνων καί τούτων, ὁ τό παρόν τοῦτο µυστήριον εὐδοκήσας τελέσαι πρό τῶν αἰώνων· καί ὅτι πάντες τῷ µώλωπι αὐτοῦ ἰάθηµεν καί ὅτι ὑπέρ πάντων ἐχύθη τό αἷµα αὐτοῦ». Ένας είναι ο Θεός, και εκείνων και τούτων, εκείνος που ευαρεστήθηκε προαιώνια να κάµει τούτο το µυστήριο· όλοι, και εκείνοι κι εµείς, µε το δικό του τραύµα γιατρευτήκαµε και για όλους µας χύθηκε το αίµα του. Στις στρατιωτικές τελετές, όταν γίνεται προσκλητήριο των πεσόντων, ένας φωνάζει µε τη σειρά τα ονόµατα κι ένας άλλος απαντά· «Ἀπών ἔπεσεν ὑπέρ πατρίδος». Αλλά στην Εκκλησία δεν υπάρχουν απόντες, γιατί δεν υπάρχουν νεκροί. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός το βεβαιώνει ότι «οὐκ ἔστιν ὁ Θεός Θεός νεκρῶν, ἀλλά ζώντων». Ένας άλλος ερµηνευτής της θείας Λειτουργίας γράφει εδώ τα εξής· «Συγκαλοῦνται δέ πᾶσαι αἱ ψυχαί αὐτῶν µετά τῶν προφητῶν καί τῶν ἀποστόλων καί µαρτύρων συνεισελθεῖν καί ἀνακληθῆναι µετά Ἀβραάµ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ ἐν τῇ µυστικῇ τραπέζῃ τῆς βασιλείας Χριστοῦ». Η θεία Λειτουργία είναι πρόσκληση και σύναξη όλων των Αγίων στο δείπνο και το τραπέζι του Χριστού.
«Ἐξαιρέτως της παναγίας, ἀχράντου…», ξεχωριστά της άχραντης Παναγίας. Η χαµηλόφωνη ανάγνωση του λειτουργού τώρα γίνεται ηχηρή εκφώνηση, ξεχωρίζοντας την υπεραγία Θεοτόκο και δίνοντας σ᾿ αυτή την πρώτη θέση µέσα σε όλους τους Αγίους. Η υπεραγία Θεοτόκος κατά το ανθρώπινο είναι η ρίζα αυτής της θυσίας. Στη θεία Ευχαριστία κοινωνούµε το σώµα και το αίµα, που από αυτήν πήρε ο ενανθρωπήσας θείος Λόγος· η σάρκα του Κυρίου είναι σάρκα της Θεοτόκου, κι ας µη σκανδαλισθεί κανείς µ᾿ αυτό τον τολµηρό λόγο,γιατί δεν είναι δικός µας, αλλά του αγίου Συµεών του νέου Θεολόγου. Η µητέρα του Χριστού είναι και δική µας µητέρα, αφού εµείς είµαστε αδελφοί του Υιού της, καθώς εκείνος «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς ἡµᾶς καλεῖν» καταδέχεται να µας ονοµάζει αδελφούς του. Η παρθένος Μαρία είναι η «κεχαριτωµένη» και η «εὐλογηµένη ἐν γυναιξί», καθώς την ονόµασε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, και το «Θεοτόκος» είναι η βάση της Ορθοδοξίας. Η τρίτη οικουµενική Σύνοδος εδογµάτισε ότι «ὁµολογοῦµεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά τό τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπῆσαι»· οµολογούµε πώς η αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος, γιατί πραγµατικά ο θείος Λόγος σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος , που «ἐκ Πνεύµατος Ἁγίου» κυοφορήθηκε µέσα της και γεννήθηκε απ᾿ αυτήν.
Στο «Ἐξαιρέτως…» αποκρίνεται ο λαός και συµµετέχει ενεργότερα στην ιεροτελεστία· ο χορός ψάλλει το «Ἄξιόν ἐστιν…», που είναι ένας από τους επίσηµους ύµνους της θείας Λειτουργίας. Γι᾿ αυτό και οι ψάλτες βάζουν όλη τους την τέχνη και τη δύναµη για να το ψάλλουν. Αλλά δεν µπορούµε να βεβαιώσουµε πώς πάντα κατορθώνουν το καλύτερο. Από τα αµέτρητα «Ἄξιόν ἐστιν…», που υπάρχουν στις µουσικές συλλογές, ελάχιστα είναι που έχουν ήθος και χαρακτήρα ιερής µουσικής. Γι᾿ αυτό θα πρέπει να ψάλλεται το «συνηθισµένον», εκείνο που ψάλλεται στον πατριαρχικό ναό και στο Άγιον Όρος.
Ο χορός ψάλλει τον ύµνο της Θεοτόκου κι ο λειτουργός συνεχίζει να διαβάζει χαµηλόφωνα την ευχή της αναφοράς· «Τοῦ ἁγιου Ἰωάννου, προφήτου, προδρόµου καί βαπτιστοῦ· τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήµων Ἀποστόλων…». Εδώ αναφέρει το όνοµα του Αγίου της ηµέρας, και κλείνει τη σειρά των Αγίων µε αυτή τη φράση· «ὧν ταῖς ἱκεσίαις ἐπίσκεψαι ἡµᾶς, ὁ Θεός». Η Εκκλησία απονέµει τιµή στους Αγίους και τους έχει πρεσβευτές προς το Θεό και προστάτες του βίου των πιστών. Αλλά το µνηµόσυνο των Αγίων στην θεία Λειτουργία είναι κι αυτό µια έκφραση ευχαριστίας στο Θεό· γιατί, καθώς εξηγεί πάλι ο Καβάσιλας, «οὗτοί εἰσιν αἱ ἀφορµαί τῆς πρός Θεόν εὐχαριστίας τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὑπέρ τούτων προσάγει την λογικήν ταύτην λατρείαν ὡς χαριστήριον τῷ Θεῷ… Διά τοῦτο οὐδέν αὐτοῖς εὔχεται ὁ ἱερεύς, ἀλλά µᾶλλον αὐτός παρ᾿ ἐκείνων εἰς τάς εὐχάς δεῖται βοηθεῖσθαι». Οι Άγιοι είναι αφορµή στην Εκκλησία για να ευχαριστεί τον Θεό. Γι᾿ αυτούς λοιπόν ευχαριστεί τώρα στη θεία Λειτουργία… Και δεν εύχεται γι᾿ αυτούς ο ιερέας, αλλ᾿ αυτός έχει ανάγκη να στηρίζεται στις δικές των ευχές.
Η ευχή της αναφοράς και της ευχαριστίας προς το Θεό Πατέρα συνεχίζεται, κι ο λειτουργός περνάει τώρα στο µνηµόνευµα όλων των κεκοιµηµένων· τους µνηµονεύει έναν έναν µε τα ονόµατά τους, και τελειώνει· «καί ἀνάπαυσον αὐτούς, ὁ Θεός ἡµῶν, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου»· και ανάπαυσέ τους, Θεέ µας, όπου λάµπει το θείο και ανέσπερο φως σου. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος διδάσκει εδώ τα εξής· «Δεν νοµοθετήθηκε από τους Αποστόλους στην τύχη, να µνηµονεύωνται δηλαδή στη θεία Λειτουργία εκείνοι που έφυγαν ήξεραν ότι γίνεται σ᾿ αυτούς πολύ κέρδος και πολλή ωφέλεια. Γιατί, όταν στέκεται ολόκληρο εκκλησίασµα και υψώνει τα χέρια του µαζί µε όλους τους ιερείς , κι όταν επάνω στην αγία Τράπεζα είναι η φρικτή θυσία, πώς λοιπόν, όταν για όλους αυτούς παρακαλούµε, δεν θα µας ακούσει ο Θεός;». Ύστερ᾿ από τους κεκοιµηµένους έρχονται οι ζώντες, ο κλήρος και ο λαός, όλη η καθολική Εκκλησία, και τελευταία οι πολιτικοί άρχοντες, στα χέρια των οποίων είναι η ειρήνη και η ασφάλεια του λαού· «ἵνα καί ἡµεῖς ἐν τῇ γαλήνῃ αὐτῶν ἤρεµον καί ἡσύχιον βίον διάγωµεν, ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καί σεµνότητι». Η ειρήνη και η πολιτική και κοινωνική ευστάθεια στον κόσµο είναι η παντοτινή προσευχή της Εκκλησίας.
Στην ερµηνεία της θείας Λειτουργίας ο Καβάσιλας γράφει· «Διά τῶν µυστηρίων ἡ Ἐκκλησία σηµαίνεται». Ο λόγος του Αποστόλου, ότι η Εκκλησία είµαστε «σῶµα Χριστοῦ καί µέλη ἐκ µέρους», είναι η πραγµατικότητα στη θεία Λειτουργία· εκεί φαίνεται τί είναι πραγµατικά η Εκκλησία, ως το σώµα του Χριστού, στο οποίο ο καθένας από µας είµαστε ένα µέλος. Το µνηµόνευµα των Αγίων, των κεκοιµηµένων και των ζώντων, αµέσως µετά τον καθαγιασµό είναι ένα γενικό προσκλητήριο της Εκκλησίας. Μέσα στο άγιο δισκοπότηρο είναι το σώµα και το αίµα του Χριστού και οι µερίδες των Αγγέλων και των Αγίων των κεκοιµηµένων και των ζώντων και όλων όσοι είµαστε στη σύναξη και όλων των πιστών σ᾿ όλο τον κόσµο· «πᾶσα ἡ τῶν ἁγίων ἀπογραφή ἀδιαστάτως τῷ Χριστῷ παρεστῶσα», καθώς γράφει ένας αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας. Στη µέση όλων, στα δεξιά του Χριστού η υπεραγία Θεοτόκος, την οποία ξεχωριστά µνηµονεύει ο Λειτουργός· «Ἐξαιρέτως τῆς παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογηµένης, ἐνδόξου δεσποίνης ἡµῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας». Αµήν.
† Σ & Κ Δ