Η «ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ» ΤΟΥ ΘΕΟΥ
(Β ́ ΤΙΜ 4, 5-8)
Το γραπτό εβδομαδιαίο θείο κήρυγμα «Διδαχή» του ιερού ενοριακού μας ναού για το έτος 2025 είναι από τον τον μακαριστό ομότιμο καθηγητή Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο τμήμα Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Καραβιδόπουλο.
Το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από τα Φώτα είναι από τη Β΄ προς Τιμόθεον επιστολή του Αποστόλου Παύλου, όπου ο Απόστολος από τη μια μεριά απευθύνει τις τελευταίες υποθήκες στον μαθητή και στενό συνεργάτη του Τιμόθεο, από την άλλη κάνει ένα απολογισμό του έργου του, καθώς η επιστολή αυτή γράφεται μέσα από τη φυλακή και ο Παύλος βλέπει να έρχεται το τέλος του. Δεν τον κατέχουν αισθήματα απελπισίας αλλά εμπιστοσύνης προς τον Θεό. Γράφει στον συνεργάτη του και τώρα επίσκοπο Εφέσου: «Τέκνον Τιμόθεε, νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον. Ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε. Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» (Β΄ Τιμ 4, 5-8).
Και σε μετάφραση: «Παιδί μου Τιμόθεε, να είσαι άγρυπνος για να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά. Να κακοπαθήσεις, να εργαστείς για τη διάδοση του ευαγγελίου, να εκπληρώσεις το καθήκον σου στην υπηρεσία του Θεού. Εγώ πια ήρθε η ώρα να χύσω το αίμα μου σπονδή στον Θεό· έφτασε ο καιρός να φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο. Αγωνίστηκα τον ωραίο αγώνα, έτρεξα τον δρόμο ως το τέλος, φύλαξα την πίστη. Τώρα πια με περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που μ’ αυτό θα με ανταμείψει ο Κύριος εκείνη την ημέρα, ο δίκαιος κριτής. Κι όχι μόνο εμένα, αλλά κι όλους εκείνους που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό του» (Β΄ Τιμ 4, 5-8).
Ο Απόστολος έχει τη βεβαιότητα ότι έφερε εις πέρας ό,τι του ανέθεσε ο Χριστός, όταν τον κάλεσε στον δρόμο του προς τη Δαμασκό, χαρακτηρίζει «καλὸν», δηλαδή ωραίο, τον αγώνα που αγωνίστηκε και αισθάνεται ότι διεφύλαξε την πίστη που του παρέδωσε ο Ιησούς Χριστός. Ως εκ τούτου περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, «τὸν τῆς δικαιοσύνης στέφανον» όπως τον χαρακτηρίζει, κατά την έσχατη κρίση, με το οποίο θα τον ανταμείψει ο δίκαιος κριτής, και όχι μόνο αυτόν αλλά και όσους αγωνίστηκαν περιμένοντας με αγάπη τον ερχομό του. Ο δεύτερος ερχομός, της κρίσεως, χαρακτηρίζεται στο πρωτότυπο κείμενο με τη λέξη «ἐπιφάνεια», όπως άλλωστε με τη λέξη αυτή και το αντίστοιχο ρήμα «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πάσιν ἀνθρώποις», δηλαδή φανερώθηκε η σωτηριώδης χάρης του Θεού σε όλους τους ανθρώπους, χαρακτηρίζεται έτσι και η πρώτη εμφάνιση του Χριστού στην ανθρώπινη ιστορία. Αυτός είναι κατά πάσαν πιθανότητα και ο λόγος για τον οποίο η Εκκλησία καθόρισε αυτό το ανάγνωσμα την Κυριακή πριν από τη μεγάλη γιορτή των Θεοφανείων ή της Επιφάνειας του Θεού. Ας σημειωθεί ότι στους πρώτους αιώνες η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού και της Βαπτίσεως (Θεοφάνεια ή Επιφάνεια) γιορταζόταν την ίδια μέρα.
Η ημέρα του αναμενόμενου δεύτερου ερχομού του Χριστού χαρακτηρίζεται στο αποστολικό κείμενο που διαβάζεται την Κυριακή ως «ἐπιφάνεια», – μια λέξη με μεγάλη προϊστορία στον αρχαίο κόσμο και στους ελληνιστικούς χρόνους, την εποχή δηλαδή που γράφεται το κείμενό μας. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους η λέξη έχει θρησκευτική έννοια και δηλώνει την εμφάνιση της θεότητας και δη όχι γενικά αλλά σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δηλώνει την ευνοϊκή και σωστική επέμβαση, που ενδεχομένως οδηγεί στη συνέχεια στην εγκαθίδρυση λατρείας της επεμβαίνουσας και βοηθούσας τους ανθρώπους θεότητας. Η λέξη απαντά σε πολλές επιγραφές των ελληνιστικών χρόνων με αυτήν την θρησκευτική έννοια.
Από τα χωρία των Ποιμαντικών Επιστολών (Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον και προς Τίτον), όπου απαντά ο όρος «ἐπιφάνεια», άλλα μεν αναφέρονται σαφώς στον παροντικό χαρακτήρα της επιφάνειας του Θεού εν Χριστώ, όπως παραδείγματος χάριν τα Β΄ Τιμ 1, 10: «Αυτή η χάρη είχε δοθεί προαιώνια, φανερώθηκε όμως τώρα με την εμφάνιση στη γη (ἐπιφάνεια στο κείμενο) του σωτήρα μας Ιησού Χριστού, που με το ευαγγέλιο κατήργησε τον θάνατο κι έκανε να λάμψει η άφθαρτη ζωή (φανερωθεῖσαν δὲ νῦν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου), Τιτ 2, 11: «Ο Θεός φανέρωσε τη χάρη Του, για να σώσει όλους τους ανθρώπους καλὸν (Ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις) και Τιτ 3, 4: «Όταν όμως ο σωτήρας μας ο Θεός φανέρωσε την καλοσύνη του και την αγάπη του στους ανθρώπους…, (ὅτε δὲ ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ…) και άλλα έχουν μελλοντική – εσχατολογική αναφορά, όπως τα Α΄ Τιμ 6, 14: «να διατηρείς ακηλίδωτη και άψογη, την εντολή που σου έχει δοθεί, ώσπου να έρθει ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός (τηρῆσαί σε τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ), Β΄ Τιμ 4, 1: «…του Κυρίου Ιησού Χριστού, που πρόκειται να κρίνει τους ζωντανούς και τους νεκρούς όταν θα εμφανιστεί και θα βασιλέψει (…ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μέλλοντος κρίνειν ζῶντας καὶ νεκροὺς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ καὶ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ) και Τιτ 2, 13: «περιμένοντας τη μακαριότητα που ελπίζουμε, δηλαδή την εμφάνιση της δόξας του μεγάλου Θεού και σωτήρα μας, του Ιησού Χριστού (προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ). Στη δεύτερη αυτή έννοια αναφέρεται και ο στίχος από το ανάγνωσμά μας Β΄ Τιμ 4, 8: «καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ (Κι όχι μόνο εμένα, αλλά κι όλους εκείνους που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό του).
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η επιφάνεια δεν έχει στατική αλλά δυναμική έννοια: αρχίζει από την πρόθεση του Θεού «πρὸ χρόνων αἰωνίων» (Β΄ Τιμ 1, 9), γίνεται εμφανής με την ιστορική «ἐπιφάνειαν τοῦ Σωτήρος ἡμῶν Ἱησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Τιμ 1, 10) και εκτείνεται στην μέλλουσα δόξα (Τιτ 2, 13). Εκείνο όμως που είναι εξόχως σημαντικό να σημειώσουμε είναι ότι η «ἐπιφάνεια» του Θεού σε όποια φάση της ιστορίας της θείας οικονομίας κι αν χρησιμοποιείται είναι άρρηκτα συνδεδεμένη –φραστικά και θεολογικά– είτε με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Σωτήρ» είτε με το επίθετο «σωτήριος». Εκφράζει με άλλα λόγια την εισβολή της λυτρωτικής χάρης του Θεού μέσα στον κόσμο, την αλλαγή και μεταμόρφωση του κόσμου, τον εσχατολογικό του προορισμό.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποίησε στη λειτουργική της ζωή τον χαρακτηριστικό αυτόν όρο των Ποιμαντικών Επιστολών για να δηλώσει τη γέννηση και βάπτιση του Ιησού Χριστού (αρχικά συνεορταζόμενα γεγονότα, όπως ήδη σημειώσαμε) και ψάλλει ύμνους στις δυο αυτές Δεσποτικές εορτές που έχουν εν αφθονία τους όρους «σωτήρ», «ἐπιφαίνεσθαι», «φανερούν», «σωτήριος», «φως», «φωτίζειν», «ἐπιφάνεια» κ.ά.
Ο Απόστολος Παύλος, συγγραφέας των επιστολών αυτών, ενδιαφέρεται να εκφράσει την πίστη της Εκκλησίας στο ότι η σωτηρία απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, διότι ο Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (ο Σωτήρας μας Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να γνωρίσουν σε βάθος την αλήθεια) (Α΄ Τιμ 2, 4), διότι είναι «σωτήρ πάντων ἀνθρώπων μάλιστα πιστών»
(ο Σωτήρας όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα των πιστών) (Α΄ Τιμ 4, 10).
Ι. Κ.