Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης σου. Ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις· εὐλογηµένος ο ἐρχόµενος
Άγιος, Άγιος, Άγιος είσαι, Κύριε των Δυνάμεων·γεμάτος είναι ο ουρανός και η γη από τη δόξα σου. Σώσε μας ύψιστε Θεέ· ευλογημένος εσύ που έρχεσαι στο όνομα του Κυρίου. Σώσε μας, ύψιστε Θεέ.
Όσο ψηλότερα ανεβαίνοµε, τόσο και ζαλιζόµαστε. Και
τώρα που φτάσαµε στην αγία αναφορά, στην κορυφή της θείας Λειτουργίας, είναι αλήθεια ότι ζαλίζεται ο νους µας. Εδώ πια δεν µπορούµε να πλησιάσουµε σε όσα γίνονται παρά µόνο µε τη σιωπή· να βλέπουµε και να ακούµε χωρίς να θέλουµε και να τολµάµε να µιλήσουµε και να εξηγήσουµε όσα λέγονται και γίνονται. Αλλά εµείς, µια και αρχίσαµε να εξηγούµε την θεία Λειτουργία, θα προχωρήσουµε, λέγοντας όσο µπορούµε λιγότερα δικά µας λόγια, αφήνοντας να οµιλούν µόνα τους τα λειτουργικά κείµενα και να προβάλλονται τα τελεσιουργούµενα γεγονότα. Όσα µπορεί να πει µια σωστή και σεµνή τελετουργία, δεν τα λέει η πιο προσεγµένη και σοφή ερµηνεία.
Σ᾿ ένα παλιό λειτουργικό χειρόγραφο, µετά το «Ἄξιον καί δίκαιον», που αποκρίνεται ο λαός, σηµειώνεται· «Ὁ ἱερεύς ἀπάρχεται τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς». Από το σηµείο λοιπόν αυτό αρχίζει τώρα η αναφορά, όλο δηλαδή το τµήµα της θείας Λειτουργίας από εδώ και κάτω µέχρι το τέλος. Στο ερώτηµα, γιατί το τµήµα αυτό λέγεται αναφορά, µας δίνει την απάντηση ένας βυζαντινός ερµηνευτής της Θείας Λειτουργίας, ο Θεόδωρος επίσκοπος Ανδίδων «Τί δέ ἡ ἀναφορά; Ἡ πρός τά πρωτότυπα τῶν τελουµένων συµβόλων ἔποψις δηλονότι»· δηλαδή όσα γίνονται τώρα στη θεία Λειτουργία βλέπουν και αναφέρονται στα πρωτότυπα, που την ίδια ώρα γίνονται στον ουρανό. Αλλά αναφορά θα πει συγχρόνως και προσφορά, καθώς ο ίδιος παρακάτω λέει, εξηγώντας και το σκοπό, για τον οποίο τελούµε τη θεία Λειτουργία· «ὅπως, ἐν εἰρήνῃ… ταῦτα προσφέροντες ἤ ἀναφερόντες, καταξιωθῶµεν ἰδεῖν αὐτοῦ τήν θείαν ἀνάστασιν καί τῆς ἐντεῦθεν χαρᾶς ἐµπλησθῶµεν». Δηλαδή προσφέροµε ή αναφέροµε τα τίµια δώρα και τελούµε τη θεία Λειτουργία, για να δούµε ύστερα και να ζήσουµε, όταν θα κοινωνήσουµε, τη χαρά της θείας αναστάσεως.
Αλλά πολλές φορές στις οµιλίες µας αυτές τη θεία Λειτουργία την ονοµάσαµε και θεία Ευχαριστία. Γιατί η αγία αναφορά είναι µια προσφορά ευχαριστίας στο Θεό, καθώς το ακούσαµε στην προτροπή του ιερέα «Εὐχαριστήσωµεν τῷ Κυρίῳ» και καθώς η ευχή της αναφοράς, όπως θα δούµε τώρα, είναι στην αρχή µια ευχή ευχαριστίας για όλες τις ευεργεσίες του Θεού. Ο λειτουργός ιερέας, παίρνοντας τη φωνή του λαού «Ἄξιον καί δίκαιον», αρχίζει την ευχή της ευχαριστίας. «Ἄξιον καί δίκαιον σέ ὑµνεῖν, σέ εὐλογεῖν, σέ αἰνεῖν, σοί εὐχαριστεῖν, σέ προσκυνεῖν ἐν παντί τόπῳ τῆς δεσποτείας σου. Σύ γάρ εἶ Θεός ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεί ὤν, ὡσαύτως ὤν· σύ καί ὁ µονο¬γενής σου Υἱός καί τό Πνεῦµα σου τό Ἅγιον». Για ευκολία, χωρίζοµε την ευχή σε µικρές ενότητες και την εξηγούµε τµηµατικά. Άξιο και δίκαιο είναι να σε υµνούµε, να σε ευλογούµε, να σε δοξολογούµε, να σε ευχαριστούµε και να σε προσκυνούµε σε κάθε τόπο που κυβερνά η πρόνοιά σου. Γιατί εσύ είσαι Θεός, που δεν µπορούµε να σε εκφράσουµε µε το λόγο ούτε να σε βάλουµε στο νου µας ούτε να σε δούµε µε τα µάτια ούτε να σε καταλάβουµε· δέν αλλάζεις ποτέ και είσαι πάντα και παντού ο ίδιος, εσύ και ο µονογενής Υιός σου και το Άγιο Πνεύµα σου.
Κι αφού είπε η ευχή τι δεν µπορούµε να ξέρουµε πώς είναι ο Θεός, συνεχίζει για να πει για το έργο του Θεού, για το οποίο τον ευχαριστούµε· γιατί, αν µπορούµε να δούµε και να ξέρουµε το Θεό, µόνο µέσα στα έργα του τον βλέποµε και τον γνωρίζοµε. «Σύ ἐκ τοῦ µή ὄντος εἰς τό εἶναι ἡµᾶς παρήγαγες καί παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν καί οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν ἕως ἡµᾶς εἰς τόν οὐρανόν ἀνήγαγες καί τήν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τήν µέλλουσαν». Το έργο του Θεού για τον άνθρωπο είναι ότι τον έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, από την πτώση στην ανάσταση, από τον επίγειο παράδεισο στον ουρανό και µε κάθε τρόπο του χάρισε τη µέλλουσα βασιλεία· «Ὑπέρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦµέν σοι καί τῷ µονογενεῖ σου Υἱῷ καί τῷ Πνεύµατί σου τῷ Ἁγίῳ · ὑπέρ πάντων ὧν ἴσµεν καί ὧν οὐκ ἴσµεν, τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν εὐεργεσιῶν, τῶν εἰς ἡµᾶς γεγενηµένων». Για όλ᾿ αυτά, για όλες τις ευεργεσίες του, για όσες βλέποµε και για όσες δεν βλέποµε, ευχαριστούµε τον τριαδικό Θεό. Και µαζί µε όλα τον ευχαριστούµε για τη λειτουργία, που µας αξίωσε να τελούµε τώρα· η θεία Λειτουργία είναι η ανακεφαλαίωση των όσων έκαµε και κάνει ο Θεός για µας. «Εὐχαριστοῦµέν σοι καί ὑπέρ τῆς λειτουργίας ταύτης, ἥν ἐκ τῶν χειρῶν ἡµῶν δέξασθαι κατηξίωσας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες ἀρχαγγέλων καί µυριάδες ἀγγέλων, τά Χερουβίµ καί τά Σεραφίµ, ἑξαπτέρυγα, πολυόµµατα, µετάρσια, πτερωτά». Αντί για όλες τις ουράνιες στρατιές των αγίων Αγγέλων, που λει¬τουργούν γύρω από το θρόνο του, ο Θεός εδώ στη γη µας αξιώνει να τον λειτουργούµε εµείς οι αµαρτωλοί άνθρωποι.
Η συνέχεια της ευχής ακούεται σαν εκφώνηση από τον ιερέα σε ψηλότερο τόνο· «Τόν ἐπινίκιον ὕµνον ᾄδοντα, βοῶντα, κεκραγότα καί λέγοντα». Την συνέχεια την παίρνει ο λαός και ψάλλει τον ύµνο των Αγγέλων, καθώς τον ήκουσε ο προφήτης Ησαΐας, συµπληρώνοντάς τον µε τον χαιρετισµό του λαού προς τον Ιησού Χριστό, όταν τον υποδεχότανε να µπαίνει στα Ιεροσόλυµα «ἐπί πώλου ὄνου καθεζόµενον». «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης σου. Ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις· Εὐλογηµένος ὁ ἐρχόµενος ἐν ὀνόµατι Κυρίου. Ὠσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις!». Ο θρίαµβος και η δόξα του Θεού είναι ο Σταυρός και η θυσία του Υιού, που έφερε την ανάσταση και τη σωτηρία του κόσµου. Υποδεχόµαστε τώρα τον Υιό, που έρχεται προς το εκούσιο πάθος και υµνούµε τον Θεό µαζί µε τους Αγγέλους του ούρανού για τη µεγάλη του δόξα. Ο ουρανός και η γη, τα σύµπαντα είναι γεµάτα από τη δόξα του Θεού.
Αλλά εδώ πρέπει να δανειστούµε πάλι το λόγο του αγίου Χρυσοστόµου. «Ἄνω στρατιαί δοξολογοῦσιν ἀγγέλων κά¬τω ἐν ἐκκλησίαις χοροστατοῦντες ἄνθρωποι τήν αὐτήν ἐκείνοις ἐκµιµοῦνται δοξολογίαν. Ἄνω τά Σεραφίµ τόν τρισάγιον ὕµνον ἀναβοᾷ· κάτω τόν αὐτόν ἡ τῶν ἀνθρώπων ἀναπέµπει πληθύς· κοινή τῶν ἐπουρανίων καί τῶν ἐπιγείων συγκροτεῖται πανήγυρις…». Στον ουρανό δοξολογούν οι στρατιές των Αγγέλων στη γη χοροστατούν άνθρωποι και ταιριάζουν µ᾿ εκείνους την ίδια δοξολογία. Επάνω τα Σεραφίµ ψέλνουν τον τρισάγιο ύµνο· κάτω η σύναξη της Εκκλησίας αναµέλπει τον ίδιο ύµνο. Τα επουράνια και τα επίγεια την ίδια έχουν εορτή. Αυτή η κοινή χοροστασία, καθώς ερµηνεύει ο άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής, «σηµαίνει τήν ἅµα τε καί ἐν ταὐτῷ γενησοµένην κατά τόν αἰῶνα τόν µέλλοντα τῶν οὐρανίων καί τῶν ἐπιγείων ἴσην καί πολιτείαν καί ἀγωγήν καί συµφωνίαν τῆς θείας δοξολογίας». Το λειτουργικό άσµα της Εκκλησίας όχι µόνο συντονίζεται τώρα µε την ουράνια δοξολογία των Αγγέλων, αλλά και προµηνύει τη συνδιαγωγή και συµπολιτεία των Αγγέλων και των ανθρώπων στον µέλλοντα αιώνα.
Πρέπει να προλάβουµε και να πούµε ότι η ευχή της αναφοράς δεν τελείωσε. Όταν ο λαός ψάλλει τον επινίκιο ύµνο, ο ιερέας συνεχίζει την ευχή, αλλά για τη συνέχεια αυτή θα πούµε στην επόµενη οµιλία. Ο επινίκιος ύµνος είναι σαν ένα ενδιάµεσο στην ευχή, ένα µικρό κοµµάτι στη συνέχεια του λόγου, που ο λειτουργός ιερέας το δίνει στο λαό. Έτσι φαίνεται ακόµα καλύτερα ότι η θεία Λειτουργία τελείται απ᾿ όλους, από τον κλήρο µαζί και το λαό· και µέσα στην ιερατική ευχή παίρνει µέρος ο λαός, για να ψάλλει τον αγγελικό ύµνο.
Κλείνοντας τη σηµερινή οµιλία, θα θέλαµε να θίξουµε κάτι, για το όποιο και στις πρώτες οµιλίες είπαµε· είναι το περίφηµο ζήτηµα, που πολυσυζητείται στον καιρό µας, ενώ δεν θα έπρεπε, αν δηλαδή οι ιερατικές ευχές, και µάλιστα οι ευχές της αναφοράς, πρέπει να διαβάζονται µυστικά ή «µετά φωνῆς ἐξυπακουόµενης». Εκείνοι που επιµένουν ότι οι ευχές πρέπει να διαβάζονται µόνο µε το µάτι και µε κλειστό το στόµα, µόλις πουν το «Εύχαριστήσωµεν τῷ Κυρίῳ» και στραφούν προς την αγία Τράπεζα, αµέσως εκφωνούν «Τόν ἐπινίκιον ὕµνον…». Και λέει κανείς, πότε και πώς διαβάστηκε το µέρος της ευχής, για το οποίο είπαµε σήµερα. Αλλά ας µη χανόµαστε σε τέτοια ζητήµατα, κι ας ξέρουµε πώς η ιερή τελετουργία δεν είναι παντοµίµα, αλλά ζωντανή πράξη και κοινή χοροστασία κλήρου και λαού. Ο ιερέας εύχεται και ο λαός ακούει και παρεµβαίνει για να ψάλει· «Εὐλογηµένος ὁ ἐρχόµενος ἐν ὀνόµατι Κυρίου. Ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις». Αµήν.
† Σ & Κ Δ