Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ακούμε τον Απόστολο Παύλο να μας λέει:
Ἀδελφοί, εἶχε μὲν οὖν καὶ ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε Ἅγιον κοσμικόν· σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτη, ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται Ἅγια. Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη Ἅγια Ἁγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ράβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος.
Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.
Και σε απόδοση στην νεοελληνική:
Αδελφοί, είχε και η πρώτη διαθήκη διατάξεις περί της λατρείας και γήινον αγιαστήριον. Κατασκευάσθηκε δηλαδή το πρώτον μέρος της σκηνής, εις το οποίον υπήρχε η λυχνία και η τράπεζα και οι άρτοι της προθέσεως, το οποίον λέγεται Άγια. Ύστερα από το δεύτερον καταπέτασμα, ήτο το μέρος της σκηνής, το οποίον ωνομάζετο Άγια αγίων. Εκεί υπήρχε ένα χρυσό θυμιατήριον και η κιβωτός της διαθήκης, η οποία ήτο από όλα τα μέρη σκεπασμένη με χρυσάφι και μέσα σ’ αυτήν ήτο η χρυσή στάμνα, που περιείχε το μάννα, η ράβδος του Ααρών, που είχε βλαστήσει, και αι πλάκες της διαθήκης. Επάνω δε από την κιβωτόν ήσαν απαστράπτοντα Χερουβείμ, τα οποία επεσκίαζαν το ιλαστήριον. Γι’ αυτά δεν είναι δυνατόν να μιλήσωμεν τώρα λεπτομερώς.Υπό αυτήν την διάταξιν, εις το πρώτον μέρος της σκηνής εισέρχονται πάντοτε οι ιερείς, όταν εκτελούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας των, αλλ’ εις το δεύτερον μέρος μπαίνει μόνον ο αρχιερεύς, μία φορά τον χρόνο, και όχι χωρίς αίμα, το οποίον προσφέρει διά τον εαυτόν του και διά τας εξ αγνοίας αμαρτίας του λαού.
Στο αποστολικό ανάγνωσμα περιγράφεται η «Σκηνή του μαρτυρίου», ο πρώτος δηλαδή ναός της Παλαιάς Διαθήκης, τον οποίο είχε κατασκευάσει ο Μωυσής σύμφωνα με τις οδηγίες που του είχε δώσει ο ίδιος ο Θεός.
Μας λέει, λοιπόν, ο θείος Απόστολος ότι στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε ένα μοναδικό θυσιαστήριο, το οποίο λεγόταν «Σκηνή του μαρτυρίου». Ήταν μια σκηνή, ένας μεταφερόμενος Ναός, για να εξυπηρετεί τις λατρευτικές ανάγκες των Ιουδαίων μέσα στην έρημο. Την ώρα της λατρείας ο λαός στεκόταν έξω στον περίβολο του Ναού αυτού για να προσφέρει από εκεί τις θυσίες στον Θεό. Εσωτερικά το πρώτο διαμέρισμα της σκηνής λεγόταν Άγια. Μέσα σ᾽ αυτό υπήρχε το ιερότερο διαμέρισμα του Ναού, τα «Άγια των Αγίων», το οποίο χωριζόταν από τα «Άγια» με ένα μεγάλο βαρύτιμο ύφασμα που λεγόταν «καταπέτασμα». Στα «Άγια των Αγίων» υπήρχε το χρυσό θυμιατήριο και η «κιβωτός της διαθήκης», που ήταν καλυμμένη με χρυσάφι απ᾽ όλες τις πλευρές της. Πάνω στην Κιβωτό υπήρχε η χρυσή στάμνα με το μάννα που είχε στείλει ο Θεός στην έρημο. Υπήρχε ακόμη και η ράβδος του Ααρών που είχε βλαστήσει θαυματουργικά, και οι θεοχάρακτες πλάκες με τις δέκα εντολές. Πάνω από την Κιβωτό υπήρχαν δύο χρυσά Χερουβείμ· και ανάμεσα σ᾽ αυτά εμφανιζόταν και μιλούσε ο Θεός. Αυτά σκέπαζαν με τα φτερά τους το χρυσό κάλυμμα της κιβωτού, που ονομαζόταν ιλαστήριο.
Αργότερα βέβαια ο βασιλιάς Σολομών έχτισε μόνιμο Ναό, περίλαμπρο και μεγαλοπρεπή. Σ᾽ αυτόν τον Ναό αξιώθηκε να λατρεύει τον Θεό και την Υπεραγία Θεοτόκο. Αλλά αυτή η μοναδική κόρη της Ναζαρέτ, η Παρθένος Μαριάμ, αναδείχθηκε ασυγκρίτως ανώτερη από τον επίγειο ναό της Ιερουσαλήμ. Διότι η Υπεραγία Θεοτόκος αξιώθηκε να γίνει το αγιότερο σκεύος που έφερε μέσα της τον ίδιο τον Θεό. Στον επίγειο Ναό υπήρχε η επτάφωτος Λυχνία· η Παναγία μας όμως έγινε η «φωτοδόχος λαμπάδα» που βάσταξε Εκείνον που είναι το φως του κόσμου και μέσα στα σκοτάδια του κόσμου ακτινοβόλησε με την αγία ζωή της το φως του Θεού. Έγινε επίσης το «χρυσό θυμιατήριο», το «θυμίαμα το εύοσμον», που πλημμύρισε όλο τον κόσμο με την ευωδία των αρετών της. Στο Ναό του Σολομώντος υπήρχε η ράβδος του Ααρών που θαυματουργικά βλάστησε. Η Υπεραγία Θεοτόκος όμως έγινε «η ράβδος η μυστική» από την οποία άνθισε ο Θεάνθρωπος, «το άνθος το αμάραντο». Πάνω στην Κιβωτό της Διαθήκης υπήρχαν οι πλάκες με τις δέκα εντολές. Η Παναγία μας έφερε μέσα της τον ίδιο το Νομοθέτη· έφερε μέσα της όχι το μάννα της ερήμου αλλά τον «άρτο της ζωής», που κατέβηκε από τον ουρανό και τρέφει και μεταγγίζει ζωή σε όλους μας. Έγινε «η έμψυχος τράπεζα», το «ιλαστήριον του κόσμου» που δέεται για μας στον ουράνιο θρόνο.
Πόσα άραγε από όλα αυτά μπορούμε να κατανοήσουμε; Τουλάχιστον ας στεκόμαστε με δέος μπροστά στο μεγαλείο της αχράντου Παρθένου και ας αγωνιζόμαστε να τη μιμούμαστε στις αρετές της, στην αγιότητά της.
Ο απόστολος Παύλος στη συνέχεια σημειώνει ότι μέσα στο Ναό του Θεού μπορούσαν να εισέλθουν μόνο οι ιερείς και οι αρχιερείς. Ο λαός του Θεού δεν μπορούσε να μπει μέσα σ᾽ αυτόν, αλλά λάτρευε τον Θεό έξω στην αυλή. Διότι έτσι είχε σχεδιαστεί και κατασκευαστεί η σκηνή, ώστε στο πρώτο διαμέρισμά της, δηλαδή στα Άγια να μπαίνουν οι ιερείς και να τελούν τις ιεροτελεστίες. Στο δεύτερο διαμέρισμα, δηλαδή στα Άγια των Αγίων, έμπαινε μόνο ο Αρχιερέας, κι αυτός μόνο μια φορά το χρόνο, την ημέρα του Εξιλασμού. Κρατούσε στα χέρια του ένα δοχείο με το αίμα των ζώων που είχε θυσιάσει έξω στο θυσιαστήριο και το πρόσφερε ως εξιλαστήρια θυσία για τον εαυτό του και για τις αμαρτίες που από άγνοια είχε διαπράξει ο λαός.
Στο Ναό της Παλαιάς Διαθήκης, λοιπόν, τελούνταν θυσίες ζώων. Και με το αίμα των ζώων αυτών ραντιζόταν ο Ναός για να εξιλεωθούν οι άνθρωποι για τα ανομνήματά τους. Όμως, το αίμα αυτό δεν μπορούσε να συγχωρήσει τις αμαρτίες τους. Το μόνο που έκανε ήταν να τους δίνει τη δυνατότητα να συμμετέχουν στη λατρεία του Θεού.
Όλα αυτά ήταν μία προτύπωση των μεγάλων και ασύλληπτων πραγματικοτήτων που θα συνέβαιναν στην Καινή Διαθήκη. Διότι από τότε που τελέσθηκε πάνω στον Γολγοθά η μία και ανεπανάληπτη θυσία του Κυρίου μας, οι σκιές και τα σύμβολα παραμερίστηκαν. Τώρα πλέον δεν έχουμε ένα μοναδικό Ναό αλλά αμέτρητους Ναούς, ασυγκρίτως ιερότερους από το Ναό του Σολομώντος. Στους Ναούς μας αυτούς δεν έχουμε θυσίες ζώων αλλά τη μοναδική θυσία του Γολγοθά, τη θυσία του αμώμου και ασπίλου Χριστού. Δεν έχουμε πλέον προτυπώσεις αλλά τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος θυσιάζεται και προσφέρει το σώμα του και το αίμα του για την άφεση των αμαρτιών μας. Μυριάδες αγγέλων, Άγιοι και άνθρωποι, ιερείς και λαός κυκλώνουμε το ιερό Θυσιαστήριο με φόβο και δέος. Ανάμεσά μας κατέρχεται και πορεύεται ο βασιλεύς της δόξης. Κι εμείς αξιωνόμαστε να γινόμαστε έμψυχοι ναοί του Θεού, να φέρουμε μέσα μας τον ίδιο τον Κύριο.
Αλήθεια, τα νιώθουμε, τα ζούμε εμείς όλα αυτά τα μεγάλα και φοβερά κάθε φορά που εισερχόμαστε στο Ναό του Θεού; Χωρίς τη Χάρη του Θεού, βέβαια, τίποτε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε. Γι᾽ αυτό ας παρακαλούμε τον άγιο Θεό να μας φωτίζει και να μας αξιώνει να γινόμαστε κι εμείς έμψυχοι ναοί του Θεού, ακολουθώντας την αγία πορεία που είχε η Υπεραγία Θεοτόκος.