Πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες,
ἔτι καί ἔτι ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Αφού θυμηθήκατε όλους τους αγίους, πάλι και πάλι
με ειρήνη ας παρακαλέσουμε τον Κύριο.
Από το σημείο αυτό που βρισκόµαστε τώρα µέχρι το
«Πάτερ ἡµῶν…» µεσολαβούν µια σειρά από αιτήσεις και µια ευχή. Οι νεότεροι εξηγητές της θείας Λειτουργίας δεν µπορούν εύκολα να εξηγήσουν ποια θέση έχουν εδώ και οι αιτήσεις αυτές και η ευχή. Γιατί όλες σχεδόν τις αιτήσεις και το µισό µέρος της ευχής τα ακούσαµε παραπάνω και είναι σαν και να λέµε τα ίδια πράγµατα δυο φορές. Αφήνοντας κάθε άλλη εξήγηση, θέλοµε να πούµε πώς και οι αιτήσεις και η ευχή είναι µια συµπληρωµατική επανάληψη όσων είπαµε ως τώρα. Αυτό φανερώνει και η πρώτη δέηση, µε την οποία αρχίζει το κοµµάτι αυτό της θείας Λειτουργίας, µε το οποίο θα ασχοληθούµε σήµερα· «…ἔτι καί ἔτι ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶµεν». Έπειτ᾿ απ᾿ όσα παρακαλέσαµε κι αφού θυµηθήκαµε όλους τους αγίους, ας ξαναπαρακαλέσουµε ακόµα άλλη µια φορά µε ειρήνη τον Κύριο. Τώρα πιο θερµά και µε πιο βέβαιη ελπίδα, µπροστά στο σώµα και το αίµα της θείας Κοινωνίας.
«Ὑπέρ τῶν προσκοµισθέντων καί ἁγιασθέντων τιµίων δώρων, τοῦ Κυρίου δεηθῶµεν»· ας παρακαλέσουµε τον Κύριο για τα τίµια δώρα, που προσκοµίσθηκαν και αγιάσθηκαν. Πώς πρέπει τάχα να το εννοήσουµε αυτό; Τα τίµια δώρα αγιάσθηκαν και µε τη χάρη του Αγίου Πνεύµατος είναι πια το σώµα και το αίµα του Κυρίου. Τι λοιπόν έχουµε ακόµα να παρακαλέσουµε γι᾿ αυτά; Ο Καβάσιλας µας δίνει την απάντηση· «Οὐχ ἵνα αὐτά δέξωνται τόν ἁγιασµόν… ἀλλ᾿ ἵνα αὐτοῦ ἡµῖν µεταδοῖεν»· όχι για να δεχθούν τα δώρα τον αγιασµό, αλλά για να τον µεταδώσουν σε µας. Και εξηγεί γιατί πρέπει να παρακαλούµε γι᾿ αυτό. «Εὐξώµεθα, φησίν, ὑπέρ τῶν δώρων, ἵνα εἰς ἡµᾶς ἐνεργά γένωνται, ἵνα µή ἀδυνατήσῃ πρός ταύτην τήν χάριν, καθάπερ ὅτε µετά τῶν ἀνθρώπων ἐφαίνετο τό παντοδύναµον τοῦτο σῶµα, ἔστιν ἐν αἷς τῶν πόλεων οὐχ ἐδύνατο σηµεῖα ποιεῖν διά τήν ἀπιστίαν αὐτῶν». Ας ευχηθούµε, λέει, για τα δώρα, ώστε να φανεί σε µας η ευεργετική τους ενέργεια και να µην αδυνατήσει η χάρη τους, όπως αυτό το παντοδύναµο σώµα, όταν ήταν µαζί µε τους ανθρώπους και σε µερικές πόλεις δεν µπορούσε να κάµει θαύµατα εξαιτίας της απιστίας τους.
Εδώ ανοίγεται ένα µεγάλο θέµα, για το οποίο θα πούµε τόσα, όσα µόνο µας παίρνει ο στενός χώρος που διαθέτουµε. Η θεία χάρη δεν είναι µαγική δύναµη, κι ο Θεός δεν κάνει κάτι για τον άνθρωπο χωρίς τη θέληση του ανθρώπου, παρεκτός που τον έπλασε, που οικονόµησε για τη σωτηρία του, και που στο τέλος θα τον κρίνει· γι᾿ αυτά τα τρία δεν ρώτησε ο Θεός τον άνθρωπο. Με τα τελευταία που γράφει παραπάνω ο Καβάσιλας εννοεί εκείνα που διαβάζοµε στο «κατά Μάρκον» Ευαγγέλιο, ότι κάποτε στην πατρίδα του ο Ιησούς Χριστός «οὐκ ἠδύνατο οὐδεµίαν δύναµιν ποιῆσαι… καί ἐθαύµαζε διά τήν ἀπιστίαν αὐτῶν». Η απιστία των ανθρώπων είναι σαν και να δένει τα χέρια του Θεού, που µένει και αρκείται να θαυµάζει. Στην ερµηνεία της θείας Λειτουργίας ο Καβάσιλας γράφει πάλι τα εξής· η θεία χάρη για να µας αγιάσει «τῆς ἡµετέρας δεῖται σπουδῆς… Ἁγιάζει γάρ ἡ χάρις διά τῶν δώρων ἡµᾶς, ἐάν πρός τόν ἁγιασµόν ἐπιτηδείως ἔχοµεν λάβῃ, ἄν δέ ἀπαρασκευάστοις ἐµπέσῃ, οὔτε ὄφελος ἤνεγκεν οὐδέν καί µυρίαν ἡµῖν ἐνέθηκε βλάβην». Η θεία χάρη µας αγιάζει µε τα δώρα, αν µας βρει έτοιµους για τον αγιασµό, αν όµως µας βρει απροετοίµαστους, όχι µόνο δεν µας ωφελεί, αλλά και πολύ µας βλάφτει.
Ότι αυτή η δέηση, «Ὑπέρ τῶν προσκοµισθέντων καί ἁγιασθέντων τιµίων δώρων…», δεν είναι για τα δώρα, που αγιάσθηκαν πια, αλλά για τον δικό µας αγιασµό, και για το αποτέλεσµα που πρέπει να έχει σε µας η θεία Κοινωνία, φαίνεται από τη δεύτερη στη συνέχεια δέηση· «Ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεός ἡµῶν, ὁ προσδεξάµενος αὐτά εἰς τό ἅγιον καί ὑπερουράνιον καί νοερόν αὐτοῦ θυσιαστήριον, εἰς ὀσµήν εὐωδίας πνευµατικῆς, ἀντικαταπέµψῃ ἡµῖν τήν θείαν χάριν καί τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, δεηθῶµεν». Ας παρακαλέσουµε, ο φιλάνθρωπος Θεός, που δέχτηκε αυτά τα δώρα στο άγιο και υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριό του, σε οσµή πνευµατικής ευωδίας, να µας στείλει σε ανταπόδοση τη θεία χάρη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύµατος. Σκοπός δηλαδή δεν είναι απλώς να κοινωνήσουµε, αλλά να έχουµε µέσα µας τα σωτήρια αποτελέσµατα της θείας Κοινωνίας, κι αυτό βέβαια εξαρτάται από το πόσο κάθε φορά είµαστε έτοιµοι για να κοινωνήσουµε. Όλες οι δεήσεις και οι αιτήσεις που ακολουθούν τώρα είναι γνωστές, εκτός από την τελευταία, που την ακούµε για πρώτη φορά· αλλά κι αυτή στις λέξεις και τα νοήµατα µας είναι γνωστή. «Τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος αἰτησάµενοι, ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡµῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώµεθα». Στό τέλος των αιτήσεων σε χαµηλότερο τόνο, ο λειτουργός λέει την ευχή· «Σοί παρακατατιθέµεθα τήν ζωήν ἡµῶν ἅπασαν καί τήν ἐλπίδα, Δέσποτα φιλάνθρωπε, καί παρακαλοῦµέν σε καί δεόµεθα καί ἱκετεύοµεν· Καταξίωσον ἡµᾶς µεταλαβεῖν τῶν ἐπουρανίων σου καί φρικτῶν µυστηρίων ταύτης τῆς ἱερᾶς καί πνευµατικῆς τραπέζης…». Σε σένα Δέσποτα φιλάνθρωπε, εµπιστευόµαστε κι αφήνουµε όλη µας τη ζωή και την ελπίδα, και, σε παρακαλούµε και δεόµαστε και ικετεύοµε. Αξίωσέ µας να µεταλάβουµε τα επουράνια και φρικτά µυστήρια αυτής της ιερής και πνευµατικής τράπεζας. Η ευχή είναι συνέχεια και σαν απάντηση στην τελευταία αίτηση· στο «παραθώµεθα» καταλήγει η αίτηση, µε το «παρακατατιθέµεθα» αρχίζει η εύχη. Εκείνο που χαρακτηρίζει τις δεήσεις και δίνει τον τόνο στις ευχές µετά τον καθαγιασµό των τιµίων δώρων είναι ο άξιος τρόπος της θείας Κοινωνίας· «καταξίωσον ἡµᾶς µεταλαβεῖν τῶν ἐπουρανίων σου καί φρικτῶν µυστηρίων…».
Τό δεύτερο µέρος της ευχης, το τι ακριβώς εννοείται µε το «καταξίωσον», είναι το ίδιο, καθώς το είδαµε πιο πάνω στη συνέχεια της µεγάλης ευχής της αναφοράς, αµέσως µετά τον καθαγιασµό· «µετά καθαροῦ συνειδότος, εἰς ἄφεσιν ἁµαρτιῶν, εἰς συγχώρησιν πληµµεληµάτων, εἰς Πνεύµατος Ἁγίου κοινωνίαν, εἰς βασιλείας οὐρανῶν κληρονοµίαν, εἰς παρρησίαν τήν πρός σέ, µή εἰς κρῖµα ἤ εἰς κατάκριµα». Ο άξιος λοιπόν τρόπος για να κοινωνήσουµε είναι το «µετά καθαροῦ συνειδότος». Για να έχει η θεία Κοινωνία τα αποτελέσµατα, για τα οποία παρακαλεί στη συνέχεια ο λειτουργός, πρώτος όρος και µόνος είναι να µεταλάβουµε «µετά καθαροῦ συνειδότος», µε καθαρή συνείδηση, που πάει να πει µε αγάπη προς τους ανθρώπους και µε πίστη προς το Θεό. Μέσα σ᾿ αυτά τα δύο είναι η καθαρή συνείδηση, στην αγάπη που «οὐ λογίζεται τό κακόν» καί «οὐκ ἀσχηµονεῖ» και στην εµπιστοσύνη στο Θεό, που λέει· «τοῦτό ἐστι τό σῶµα µου» και «τοῦτό ἐστι τό αἷµα µου».
Σε ψηλότερο τόνο της φωνής στο τέλος της ευχής, ο λειτουργός λέει την εκφώνηση, που δεν είναι εκφώνηση δοξολογική, καθώς όλες οι εκφωνήσεις, αλλά µια τελευταία δεητική πρόταση στην ευχή, για να µας αξιώσει ο Θεός να τον ονοµάζουµε πατέρα και να του απευθύνουµε τη θεοπαράδοτη προσευχή· «Καί καταξίωσον ἡµᾶς, Δέσποτα, µετά παρρησίας ἀκατακρίτως τολµᾶν ἐπικαλεῖσθαι σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα καί λέγειν». Και καταξίωσέ µας, Δέσποτα, µε θάρρος ακατάκριτο να τολµάµε να παρακαλούµε εσένα τον επουράνιο Θεό Πατέρα και να λέµε. Στο «µετά παρρησίας» ο ιερός λόγος προσθέτει το «ἀκατακρίτως», που θέλει να πει πώς η παρρησία και το θάρρος απέναντι στο Θεό δεν µπορεί να υπερβαίνει τα όρια της υιϊκής ευλάβειας. Το προνόµιο του Θεού προς τον άνθρωπο δεν µπορεί να γίνεται αµαρτία του ανθρώπου προς το Θεό.
Δεν θα θέλαµε να πει κανένας πώς πολύ γενικά και σύντοµα σήµερα περάσαµε ερµηνεύοντας ένα µεγάλο µέρος της θείας Λειτουργίας. Όµως δεν παραλείψαµε να πούµε πώς σ᾿ αυτό το µέρος και οι δεήσεις και σχεδόν και η ευχή είναι γνωστές από τα προηγούµενα της ιερής τελετουργίας. Μα κι εδώ δεν θα θέλαµε να πει κάποιος πώς στη θεία Λειτουργία επαναλαµβάνονται τα ίδια πράγµατα και ότι τάχα γι᾿ αυτό πρέπει να µεταρρυθµίσουµε και να συντοµεύσουµε την ιερή ακολουθία. Όσο πλησιάζουµε και φτάνουµε για να κοινωνήσουµε, τόσο κι αισθανόµαστε την ανάγκη, µπροστά στο σώµα και το αίµα του Χριστού να ζητήσουµε από το Θεό. Και τι να ζητήσουµε; Ό,τι προάγει την πνευµατική µας ζωή, αυτό ζητούµε σε όλες τις αιτήσεις, κι ό,τι µας χρειάζεται για να κοινωνήσουµε αξίως. Μπροστά στο σώµα και το αίµα του Κυρίου κανένας δεν αισθάνεται πώς είναι έτοιµος για να κοινωνήσει, και πάντα είναι σαν και να λέει· «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει µου τῇ ἀπιστίᾳ». Άλλη µια φορά λοιπόν ο λειτουργός καλεί την ιερή σύναξη σε κοινή προσευχή· «Πάντων τῶν ἁγίων µνηµονεύσαντες, ἔτι καί ἔτι ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶµεν». Αµήν.
† Σ & Κ Δ