«…ὡς ἀπαρχάς τῆς ἡµετέρας ζωῆς τῷ Θεῷ ἀφιεροῦµεν ταῦτα τά δῶρα τροφήν ἀνθρωπίνην ὄντα, δι᾿ ἧς ἡ σωµατική ζωή σου συνέστηκεν.
Ως πρωτογεννήµατα της ζωής µας αφιερώνουµε στον Θεό αυτά τα δώρα, που είναι ανθρώπινη τροφή µε την οποία συντηρείται η ζωή.
Όλες οι ερμηνείες της θείας Λειτουργίας, παλαιότερες και νεότερες, αρχίζουν από την πρόθεση των τιµίων δώρων. Αλλά και οι λειτουργικές φυλλάδες τοποθετούν την πρόθεση στην αρχή και πριν από το «Εὐλογηµένη…», σαν µια ξεχωριστή ακολουθία. Δεν είναι όµως έτσι, και µόνο για ευκολία και οικονοµία χρόνου η πρόθεση επικράτησε να γίνεται το πρωί, όταν ψάλλεται η ακολουθία του Όρθρου. Η πρόθεση λέγεται και προσκοµιδή, αλλ᾿ αυτό δεν είναι σωστό, καθώς θα εξηγήσουµε στα επόµενα. Άλλο είναι η πρόθεση κι άλλο η προσκοµιδή· εκείνο που συνηθίζουµε να λέµε προσκοµιδή είναι η πρόθεση, κι εκείνο που λέµε πρόθεση είναι η προσκοµιδή. Εµείς λοιπόν σήµερα θα µιλήσουµε για την πρόθεση των τιµίων δώρων.
µετά την ευχή του Χερουβικού, ο ιερέας έρχεται στην πρόθεση, για να ετοιµάσει τον άρτο και τον οίνο για την θεία Ευχαριστία. Πρόθεση λέγεται η θέση µέσα στο ιερό Βήµα στα δεξιά της αγίας Τράπεζας, πρόθεση λέγεται και η πράξη του ιερέα. Δεν µας ενδιαφέρει τώρα να πούµε πώς γίνεται η ετοιµασία· αυτό είναι έργο των ιερέων. Μας ενδιαφέρει να πούµε τι γίνεται κάθε φορά και να εξηγήσουµε γιατί γίνεται· όσο για το πώς γίνεται αυτό ενδιαφέρει τους ίδιους τους ιερείς. Το είπαµε άλλωστε πολλές φορές, πώς µε τις οµιλίες αυτές δεν θέλοµε να µάθουµε τους ιερείς πως να λειτουργούν αν πρέπει κι αυτό να το διδάξουµε, θα το κάµουµε κάπου άλλου κι όχι σ᾿ αυτές εδώ τις οµιλίες. Η τελετουργική, το πώς δηλαδή γίνονται οι ιερές τελετές, είναι µάλλον ζήτηµα πρακτικής άσκησης και πείρας, που οι ιερείς την αποκτούν µέσα στον ναό, βλέποντας οι νεότεροι τους γεροντότερους. Το καλύτερο σχολείο πάντα για τους ιερείς και για τους ψάλτες είναι το ιερό Βήµα και το ψαλτικό αναλόγιο.
Τα δώρα που προσφέροµε για την θεία Ευχαριστία είναι ο άρτος και ο οίνος. Στα λόγια που βάλαµε στην αρχή της οµιλίας, ο Καβάσιλας µας οµιλεί για την σηµασία που έχει το πράγµα. Προσφέροµε, λέει, ψωµί και κρασί, γιατί αυτά τα δύο είναι η πρώτη τροφή, µε την οποία συντηρείται η σωµατική µας ζωή. Ο ίδιος εξηγητής της θείας Λειτουργίας ψάχνει να βρει έναν βαθύτερο λόγο· ποια είναι, λέει, η αιτία και ποιος είναι ο λόγος, για τον οποίο εµείς έπρεπε να προσφέροµε για δώρα στον Θεό την πρώτη τροφή της ζωής µας; «Ὅτι ζωήν ἡµῖν ὁ Θεός ἀντιδίδωσι τούτων τῶν δώρων»· επειδή, αντίδωρο γι᾿ αυτά τα δώρα, ο Θεός µας προσφέρει ζωή. Είναι, αλήθεια, τόσο απλά, µα και τόσο τίµια τα δώρα που προσφέροµε στον Θεό για την αναίµακτη θυσία! Είναι καρπός της εργασίας και του κόπου µας,γέννηµα της γης και «γέννηµα τῆς ἀµπέλου». Και είναι πραγµατικά τίµια δώρα, γιατί αυτά θα γίνουν το σώµα και το αίµα του Κυρίου, µα και γιατί τα έχοµε δικά µας µε τον κόπο και τον ιδρώτα µας. Αλλά βέβαια όχι γιατί το λέει ο Καβάσιλας και το επαναλαµβάνουµε εµείς, αλλά γιατί ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός, σύµφωνα µε παλαιούς προφητικούς τύπους στην Παλαιά Διαθήκη, έκαµε την πρώτη θεία Λειτουργία µε ψωµί και µε κρασί. Αυτό µαρτυρούν τα θεία Ευαγγέλια κι αυτό γράφει ο µεγάλος Απόστολος, ότι ο Ιησούς Χριστός, εκείνο το βράδυ στο µυστικό δείπνο, ευλόγησε τον άρτο και τον οίνο και είπε· «Λάβετε, φάγετε…» καί «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Αν και οι πιστοί προσφέρουν κι άλλα δώρα, όµως ο ιερέας για την θεία Ευχαριστία κρατάει µόνο το ψωµί και το κρασί. Σε παλαιούς καιρούς αλλά και σήµερα φέρνουν στην Εκκλησία καρπούς και οπωρικά και κρέατα, όλα όµως αυτά δεν έχουν θέση στην πρόθεση και στην αγία Τράπεζα, δηλαδή στην θεία Ευχαριστία. Γι᾿ αυτό η Εκκλησία τα απαγορεύει, καθώς βλέποµε στον τρίτο κανόνα των αγίων Αποστόλων «Μή ἐξόν δέ ἔστω προσάγεσθαί τι ἕτερον πρός τό θυσιαστήριον, ἤ ἔλαιον εἰς τήν λυχνίαν καί θυµίαµα τῷ καιρῷ τῆς ἁγίας προσφορᾶς»· δεν επιτρέπεται να προσφέρεται τίποτ’ άλλο στο θυσιαστήριο για την θεία Λειτουργία, εκτός από το ψωµί και το κρασί, παρά µόνο λάδι για τα καντήλια και θυµίαµα. Αυτό κάνουν πάντα µέχρι σήµερα οι πιστοί· φέρνουν στην Εκκλησία για την θεία Λειτουργία ψωµί, κρασί, λάδι και θυµίαµα. Ό,τι δηλαδή χρειάζεται για την θεία Κοινωνία, για το φωτισµό και για το αρωµάτισµα του ναού.
Το ψωµί, που προσφέρεται για την θεία Λειτουργία, στην γλώσσα της Εκκλησίας λέγεται άρτος ή ευλογία ή προσφορά ή απαρχή. Και το κρασί λέγεται νάµα, και είναι ο φυσικός χυµός του σταφυλιού, το «γέννηµα τῆς ἀµπέλου», όπως λέει ο Ιησούς Χριστός στο Ευαγγέλιο. Ο καθένας το καταλαβαίνει πώς η προσφορά και το νάµα, που προσφέροµε για την θεία Κοινωνία πρέπει να είν᾿ ετοιµασµένα µε κάθε επιµέλεια και ευλάβεια. Δεν είναι χωρίς σηµασία ποιος θα ζυµώσει το ψωµί και πώς θα το ζυµώσει, και ποιος θα κάµει το κρασί και πώς θα το κάµει, για να είναι η προσφορά και το νάµα κατάλληλα για την θεία Λειτουργία. Αλλά δεν µπορούµε να είµαστε καθόλου ικανοποιηµένοι µε τον τρόπο που πολλοί καταλαβαίνουν σήµερα αυτά τα πράγµατα. Καλά τι µπορεί να γίνεται στις πόλεις, αλλά και στα χωριά µας, που οι άνθρωποι έχουν το σιτάρι και το κρασί δικό τους, σπάνια βλέποµε στην Εκκλησία µια προσφορά καλά ζυµωµένη και νάµα κατάλληλο για την θεία Κοινωνία. Δεν µπορούµε όµως τώρα να διδάξουµε αυτά τα πράγµατα.
Η προσφορά για την θεία Λειτουργία όχι µόνο γίνεται από εκλεκτό και καθαρό σιταρίσιο αλεύρι, αλλά και έχει έναν ορισµένο τύπο· έχει τυπωµένη επάνω την σφραγίδα µε τις λέξεις «Ἰησοῦς Χριστός νικᾷ», µε την µερίδα της υπεραγίας Θεοτόκου και τις µερίδες των Αγίων. Η σφραγίδα µε τις λέξεις «Ἰησοῦς Χριστός νικᾷ» είναι ο «ἀµνός», ο υιός του Θεού, που γεννήθηκε άνθρωπος από την υπεραγία Θεοτόκο και προσφέρθηκε θυσία για την σωτηρία του κόσµου. Γι᾿ αυτό την προσφορά «εἰς τύπον τῆς πανυµνήτου Θεοτόκου πιστῶς δεχόµεθα καί δοξάζοµεν»· καθώς από την υπεραγία Θεοτόκο γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, έτσι από την προσφορά βγαίνει ο αµνός για την αναίµακτη θυσία. Και ο οίνος στο άγιο Ποτήριο είναι το αίµα και το νερό, που έτρεξε από την πλευρά του σταυρωµένου Ιησού Χριστού, όταν µε την λόγχη τον κέντησε ο στρατιώτης. Γι᾿ αυτό στην πρόθεση τώρα που ετοιµάζει ο ιερέας προσφέρεται οίνος «ὕδατι µεµιγµένος», οίνος δηλαδή ανακατεµένος µε νερό, που αυτό ακριβώς είναι το κρασί.
Αλλά δεν είναι χωρίς σηµασία και ποιοι µπορούνε να προσφέρουν και τίνων τα δώρα δέχεται η Εκκλησία για την θεία Λειτουργία. Σήµερα δεν το προσέχουµε αυτό, αλλά βέβαια δεν κάνοµε καλά, γιατί έτσι χάνοµε σιγά-σιγά την πίστη µας και δεν ξέρουµε τι είναι η Εκκλησία και τι είµαστε εµείς σαν µέλη της Εκκλησίας και τι είναι η αµαρτία µας όχι µόνο για µας προσωπικά, αλλά και για την Εκκλησία, που είναι το σώµα του Χριστού και η κοινωνία των αγίων. Οι ιερεις έχουν χρέος να µη δέχονται τα δώρα των «προδήλως ἁµαρτανόντων», εκείνων δηλαδή που φανερά και προκλητικά αµαρτάνουν και εκείνων «οἵ τήν ἁµαρτίαν ἀνέδην διενεργοῦσιν», που ελεύθερα δηλαδή και µε όλη τους την άνεση ζουν όπως θέλουν κι όπως δεν ταιριάζει σε χριστιανούς. Από τέτοια δυστυχώς παραδείγµατα είναι γεµάτη η ζωή µας, και το θεωρούµε πια σαν αδύνατο να µπορέσουµε να σταµατήσουµε τέτοιες αταξίες, που ζηµιώνουν την Εκκλησία και την εκθέτουν στα µάτια των εχθρών της. Όποιος έχει λόγο να µην κοινωνεί, και να προσφέρει δεν µπορεί.
Οι πιστοί προσφέρουν τα δώρα τους, το ψωµί, το κρασί, το λάδι, το κερί και το θυµίαµα, και ο ιερέας κρατάει στην πρόθεση την προσφορά και το νάµα για την θεία Κοινωνία. Μια προσφορά κρατάει κι αυτή είναι για όλες τις προσφορές που φέρνονται κάθε φορά. Γιατί όλες οι προσφορές στην Εκκλησία γίνονται µια προσφορά, όπως όλοι οι πιστοί µέσα στην σύναξη είναι ένας άνθρωπος, καθώς το γράφει ο Απόστολος, ότι «εἷς ἄρτος, ἕν σῶµα οἱ πολλοί ἐσµέν». Ο Ιησούς Χριστός πρόσφερε τον εαυτό του κι οι πιστοί προσφέρουν τα δώρα τους, και µέσα στην µια προσφορά και θυσία του Ιησού Χριστού όλες οι δικές µας προσφορές γίνονται µία προσφορά, κοινή λατρεία και θυσία στον Θεό. Μέσα στο δισκάριο και το ποτήριο της ιερής πρόθεσης, όπου ο ιερέας ετοίµασε τα αντίτυπα του σώµατος και του αίµατος του Χριστού, είναι όλη η Εκκλησία· ο Ιησούς Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι, οι ζώντες και οι κεκοιµηµένοι. Μαζί και η ολική κτίση, στα δώρα που προσφέροµε, στον άρτο και στον οίνο, που είναι η τροφή µας, «δι᾿ ἧς ἡ σωµατική ζωή συνέστηκεν». Αµήν.
† Σ & Κ Δ