Το Αποστολικό απόσπασμα της σημερινής Κυρικάης
παρμένο από την Επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους, αποτελεί μια βαθιά θεολογική διακήρυξη για τη σωτηρία που προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους χωρίς διάκριση. Ο Παύλος τονίζει ότι η πίστη γεννιέται μέσα από την ακρόαση του λόγου του Θεού και ότι το κήρυγμα των αποστόλων έχει φτάσει «ως τα πέρατα της οικουμένης». Παράλληλα υπενθυμίζει ότι ο Θεός δεν απορρίπτει τον λαό Του, αλλά καλεί όλους, Ιουδαίους και Έλληνες, σε ενότητα και σωτηρία μέσω του Χριστού.
Το κείμενο λέει Ἀδελφοί, λέγει ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. Οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. Πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; Πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; Πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; Καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά! Ἀλλ᾿ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· Ἡσαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; Ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ. Ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν. Ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ; πρῶτος Μωυσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. Ἡσαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. Πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα. Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; Μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ Ἰσραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν. Οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω.
Και σε μετάφραση:
«Αδελφοί, λέγει η Γραφή: «Καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν δεν θα ντροπιαστεί». Δεν υπάρχει δηλαδή, διάκριση μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνα, διότι ο ίδιος είναι Κύριος όλων, πλούσιος για όλους που τον επικαλούνται. Διότι καθένας που θα επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου θα σωθεί. Πώς λοιπόν θα επικαλεστούν εκείνον στον οποίο δεν πίστεψαν; Και πώς θα πιστέψουν σ’ εκείνον για τον οποίο δεν άκουσαν; Και πώς θα ακούσουν χωρίς να κηρύττει κάποιος; Και πώς θα κηρύξουν αν δεν αποσταλούν; Καθώς είναι γραμμένο «πόσο ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων που κηρύττουν το χαρμόσυνο άγγελμα»! Αλλά δεν υπάκουσαν όλοι στο Ευαγγέλιο. Ο Ησαΐας λέγει «Κύριε, ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας»; Επομένως η πίστη έρχεται από την ακοή του κηρύγματος και το κήρυγμα είναι ο λόγος του Θεού. Αλλά ρωτώ μήπως δεν άκουσαν; Βεβαίως άκουσαν! «Η φωνή τους διεδόθη σε όλη τη γη και τα λόγια τους ως τα πέρατα της οικουμένης». Πάλι ρωτώ μήπως ο Ισραήλ δεν γνώρισε; Πρώτος ο Μωυσής λέγει «Εγώ θα κινήσω τη ζηλοτυπία σας με έθνος που δεν είναι έθνος και θα σας εξοργίσω με έθνος ανόητο». Ο Ησαΐας μάλιστα τολμά να λέγει «βρέθηκα από εκείνους που δεν με ζητούσαν, φανερώθηκα σε εκείνους που δεν ρωτούσαν για μένα». Ενώ στους Ισραηλίτες λέγει «όλη την ημέρα άπλωσα τα χέρια μου προς λαό απειθή και αντιλεγόμενο». Ρωτώ λοιπόν μήπως απέρριψε ο Θεός τον λαό του; Μη γένοιτο! Διότι κι εγώ είμαι Ισραηλίτης, απόγονός του Αβραάμ, από τη φυλή του Βενιαμίν. Δεν απέρριψε ο Θεός τον λαό του, τον οποίο προγνώρισε.
Η σημερινή αποστολική περικοπή από την Επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους μάς οδηγεί στο κέντρο της χριστιανικής πίστης. Ο Παύλος με θεοπνευσμένο λόγο και βαθιά ποιμαντική ευαισθησία μάς αποκαλύπτει το μεγάλο μυστήριο της σωτηρίας ότι ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις, αλλά ανοίγει την αγκαλιά Του σε όλους τους ανθρώπους, Ιουδαίους και Έλληνες, δίκαιους και αμαρτωλούς. «Ο ίδιος είναι Κύριος όλων, πλούσιος εις πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν».
Αυτή η καθολικότητα της σωτηρίας είναι το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελίου. Δεν χρειάζονται πια εθνικά προνόμια ή τελετουργικές διακρίσεις. Ο δρόμος προς τον Θεό δεν περνάει μέσα από τον νόμο ή τις εξωτερικές πράξεις, αλλά μέσα από την πίστη. Και η πίστη λέει ο Απόστολος, «ἔρχεται ἐξ ἀκοῆς» γεννιέται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου όταν αυτός ακούει τον λόγο του Θεού.
Η ακρόαση δεν είναι μια παθητική ενέργεια. Είναι άνοιγμα ψυχής. Όταν ο άνθρωπος σιωπά και αφήνει τον λόγο του Θεού να μιλήσει μέσα του, τότε συντελείται θαύμα η καρδιά θερμαίνεται, ο νους φωτίζεται, η ζωή μεταμορφώνεται. Έτσι γεννιέται η πίστη. Δεν είναι προϊόν φιλοσοφικής σκέψης ή συναισθηματικής εξάρσεως, αλλά καρπός θείας επικοινωνίας.
Ο Παύλος ρωτά ρητορικά «πῶς θὰ πιστέψουν εἰς ἐκεῖνον διὰ τοῦ ὁποίου δὲν ἤκουσαν; Καὶ πῶς θὰ ἀκούσουν χωρὶς νὰ κηρύττῃ κάποιος»;
Με αυτό υπενθυμίζει τη σπουδαιότητα του κηρύγματος. Το Ευαγγέλιο δεν είναι μια ιδιωτική αποκάλυψη, αλλά μήνυμα που πρέπει να διαδοθεί. Η Εκκλησία είναι εξ ορισμού ιεραποστολική. Ο κάθε βαπτισμένος χριστιανός, όχι μόνο ο ιερέας ή ο ιεροκήρυκας καλείται με τη ζωή του να γίνει φορέας του λόγου του Θεού. Όπως έγραψε ο Ησαΐας, «Πόσο ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων που κηρύττουν το χαρμόσυνο άγγελμα».
Παρά όμως τη μεγάλη αυτή πρόσκληση σωτηρίας, ο Παύλος δεν παραγνωρίζει την ανθρώπινη απιστία. «Δεν υπάκουσαν όλοι στο Ευαγγέλιο», λέει θυμίζοντας τον πόνο του προφήτη Ησαΐα «Κύριε, ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας»; Κι όμως ο Θεός δεν απορρίπτει τον άνθρωπο για την απιστία του· περιμένει με υπομονή, απλώνει τα χέρια Του «πρὸς λαὸν ἀπειθῆ καὶ ἀντιλέγοντα». Αυτός ο Θεός είναι Πατέρας που αγαπά, που δεν κουράζεται να περιμένει τη μετάνοια των παιδιών Του.
Πόση παρηγοριά υπάρχει στα λόγια του Παύλου «μήπως ἀπέρριψε ὁ Θεὸς τὸν λαόν του; Μὴ γένοιτο»! Ο Θεός δεν απορρίπτει κανέναν που Τον αναζητά, κανέναν που Τον καλεί μέσα από την ταπείνωση και την πίστη. Μπορεί ο άνθρωπος να απομακρυνθεί, να λησμονήσει, να αντισταθεί, αλλά ο Θεός δεν θα πάψει να τον αγαπά και να τον καλεί κοντά Του.
Αυτή η θεία αγάπη είναι η καρδιά του Ευαγγελίου. Δεν υπάρχει άνθρωπος τόσο μακριά, τόσο αμαρτωλός ή τόσο αδύναμος που να μην μπορεί να σωθεί. Η σωτηρία δεν είναι ανταμοιβή για τους καλούς, αλλά δώρο για όσους πιστεύουν. «Καθένας που θα επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου θα σωθεί» λέει η Γραφή. Αυτό σημαίνει ότι η μετάνοια και η πίστη ανοίγουν για όλους τον δρόμο της σωτηρίας.
Αδελφοί μου, μέσα στον θόρυβο της εποχής μας, όπου οι φωνές του κόσμου σκεπάζουν τη φωνή του Θεού, ας καλλιεργήσουμε ξανά την ιερή τέχνη της ακρόασης. Ας σιωπήσει λίγο η φωνή της φιλοδοξίας, του φόβου, της μέριμνας, για να ακουστεί μέσα μας ο ψίθυρος του Πνεύματος. Και όταν ο λόγος του Θεού ακουστεί μέσα στην καρδιά, τότε ο άνθρωπος δεν μένει ο ίδιος γίνεται καινούργιος, αναγεννάται, φωτίζεται.
Αυτό είναι το θαύμα που προσφέρει η Εκκλησία να ακούμε τον λόγο του Θεού, να πιστεύουμε σ’ Αυτόν και να ζούμε με τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει καμιά απόρριψη, αλλά μόνο πρόσκληση αγάπης. Ας κρατήσουμε λοιπόν, μέσα στην ψυχή μας αυτό το μήνυμα του Αποστόλου η πίστη έρχεται από την ακοή, και η ακοή από τον λόγο του Θεού. Ας γίνουμε κι εμείς, με τη ζωή μας και τα έργα μας, «όμορφα πόδια» που μεταφέρουν το χαρμόσυνο άγγελμα της σωτηρίας σε κάθε άνθρωπο γύρω μας.
Αμήν.




